Βραβευμένο με το Strega (2011), το πιο έγκυρο λογοτεχνικό βραβείο στην Ιταλία, το βιβλίο «Οι δικοί μου άνθρωποι» του Εντοάρντο Νέζι, κλωστοϋφαντουργού και συγγραφέα, δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα αλλά η καταγραφή με το δικό του τρόπο  ̶ και υπό τις δύο αυτές ιδιότητές του ̶ της καταστροφής της ιταλικής βιομηχανίας υφασμάτων ως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Γεννημένος στο Πράτο της Τοσκάνης το 1964, ο Νέζι δούλεψε μετά τις σπουδές του στην οικογενειακή επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας που είχε δημιουργήσει ο παππούς του και κληροδοτούνταν από πατέρα σε γιο. Είχε το θλιβερό «προνόμιο» να είναι αυτός που την έκλεισε το 2004, προτού αρχίσει η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και ενώ τα προμηνύματά της ήταν περισσότερο από ορατά, για να στραφεί αποκλειστικά στη συγγραφή.

Ο Νέζι αναφέρεται σε μια διαφορετική εποχή, όπως την έζησε ο ίδιος, όταν η ιταλική υφαντουργία έδινε ψωμί σε χιλιάδες οικογένειες στο Πράτο και αλλού. Εξηγεί με απλά λόγια πώς οι υφαντουργοί του Πράτο εγκλωβίστηκαν με το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στην παγίδα της χαμηλής τιμής και πώς οι Κινέζοι βρέθηκαν στο προσκήνιο με τα φτηνά προϊόντα τους, που παράγονται σε άθλιες συνθήκες εργασίας για τους ανθρώπους τις οποίες μετέφεραν αυτούσιες στην Ιταλία. Όμως, η παγκοσμιοποίηση αποδείχτηκε ένα απραγματοποίητο όνειρο για τους Ιταλούς, όπως και για άλλες περιοχές της Ευρώπης, γιατί αντί να υπάρξει μια πλημμυρίδα ιταλικών προϊόντων στην Κίνα, όπως τους είχαν υποσχεθεί πολιτικοί και οικονομολόγοι, ακολούθησε μια «άνιση», ετεροβαρής ανάπτυξη με κατακλυσμό της εγχώριας αγοράς από φθηνά και κακής ποιότητας κινέζικα προϊόντα, που στο άλλο ζύγι της είχε την παρακμή και το μαρασμό μιας παραδοσιακής ιταλικής βιομηχανίας – με ό, τι αυτό συνεπαγόταν για το σύνολο της εθνικής οικονομίας.

Βιοτεχνία με την παλιά έννοια ήταν πιο πολύ η κλωστοϋφαντουργία του Πράτο με ανθρώπους που είχαν περάσει όλη τους τη ζωή μέσα στο εργοστάσιο, που ήξεραν και δούλευαν την πρώτη ύλη και οι πιο τολμηροί απ΄ αυτούς επινοούσαν νέους συνδυασμούς χρήσης και υλικών. Αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονται προδομένοι, καθώς προχωρά η αφήγηση του Νέζι, από τους πολιτικούς τους κυρίως, που δεν τους προστάτεψαν από το άνοιγμα του διεθνούς εμπορίου  ̶ λόγω έλλειψης διορατικότητας στην καλύτερη περίπτωση, λόγω ανικανότητας στη χειρότερη. Κι έτσι ο Νέζι βρίσκεται για πρώτη φορά σε διαδήλωση, στο δρόμο, με τους «δικούς του ανθρώπους», μια φράση του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ από τον οποίο δανείστηκε τον τίτλο του βιβλίου του. Μαζί με μεγάλες μορφές της υφαντουργίας του Πράτο αλλά και εργάτες, συμμαθητές που είχε χρόνια να συναντήσει και που ξεδιπλώνουν ένα τεράστιο πανό υφασμένο με τα δικά τους νήματα, «Το Πράτο δεν πρέπει να κλείσει», στην πλατεία Μερκατάλε, μια μέρα του Φεβρουαρίου του 2009. Ο επιχειρηματίας-βιομήχανος-βιοτέχνης, κατόπιν συγγραφέας, περνάει στην αντίπερα όχθη: από την προσπάθεια για τη διάσωση της μικρής επιχείρησής του και των θέσεων εργασίας των ανθρώπων που δούλεψαν γι’ αυτόν και για την οικογένειά του, από το ατομικό στο συλλογικό, εκεί όπου γίνεσαι ένα με τους υπόλοιπους και διεκδικείς αυτό που μόνος σου ποτέ δεν θα μπορέσεις να πετύχεις. Έτσι κι αλλιώς η έκβαση κι αυτής της μάχης, της μάχης που δίνεις με τους πολλούς, είναι αβέβαιη.

Ο Νέζι αρθρώνει το βιβλίο του σε ολιγοσέλιδα κεφάλαια που τεκμηριώνουν τη μεταστροφή του συγγραφέα. Διακειμενικές αναφορές και αναφορές σε άλλα είδη τέχνης, κυρίως στον κινηματογράφο, εμπλουτίζουν το κείμενο.