Μια ματιά «από μέσα» στο Ολοκαύτωμα των Πολωνοεβραίων
Ο Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ γεννήθηκε το 1958 και κατοικεί στη Στοκχόλμη και στη Βιέννη. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Σουηδούς συγγραφείς σήμερα. Για το μυθιστόρημα «Απόκληροι», που μεταφράζεται σε 30 γλώσσες, απέσπασε το βραβείο August Strindberg, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Σουηδίας.
Το 1940, οι Ναζί ίδρυσαν στην πολωνική πόλη Γκουντζ (κοντά στη Βαρσοβία) αυτό που θα γινόταν στη συνέχεια το δεύτερο μεγαλύτερο εβραϊκό γκέτο. Οι «Απόκληροι» είναι η ιστορία του διορισμένου από τους Γερμανούς Εβραίου διοικητή Μορντεχάι Χάιμ Ρουμκόφσκι και του σκοτεινού και εξαιρετικά αμφίσημου ρόλου του στο Ολοκαύτωμα των Πολωνοεβραίων. Η παραπάνω περιγραφή, από το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου επτακοσίων και πλέον σελίδων, συνοψίζει όσα συνέβησαν σε αυτή την πόλη των 320.000 Εβραίων κατοίκων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1942-1944. Στηρίζεται στο Χρονικό, ένα αρχείο τριών χιλιάδων σελίδων, όπου καταγραφόταν, από το 1941, η καθημερινή ζωή στο γκέτο. Ας λεχθεί από την αρχή ότι, παρά το ζοφερό θέμα του και την αντικειμενική δυσκολία προσέγγισής του, το βιβλίο διαβάζεται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, χάρη στην ικανότητα του συγγραφέα να αποδεσμεύεται από την ακαμψία του πρωτογενούς υλικού και να δημιουργεί μυθιστορηματικούς χαρακτήρες με αφετηρία πραγματικά πρόσωπα.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: Το πρώτο, με τίτλο «Εντός των τειχών», διαδραματίζεται από τον Απρίλιο του 1940 έως το Σεπτέμβριο του 1942, το δεύτερο («Το παιδί») από το Σεπτέμβριο του 1942 έως τον Ιανουάριο του 1944, στο τρίτο («Η τελευταία πόλη»), από το Σεπτέμβριο του 1942 έως τον Αύγουστο του 1944, ο συγγραφέας επιστρέφει σε ορισμένα γεγονότα για να τα φωτίσει από μια διαφορετική γωνία, ενώ το τέταρτο μέρος («Νυχτερινή όραση») καλύπτει περίπου την περίοδο από την εγκατάλειψη του γκέτο μέχρι τον ερχομό των Ρώσων (Αύγουστος 1944-Ιανουάριος 1945). Η αυλαία ανοίγει με τον πρόλογο («Ο Πρόεδρος μόνος» – 1-4 Σεπτεμβρίου 1942), όπου ο Χάιμ Ρουμκόφσκι προσπαθεί να «περάσει» στο λαό του την απόφαση των Γερμανών για απομάκρυνση όλων των παιδιών κάτω των δέκα ετών από το γκέτο. Είναι το καθοριστικό σημείο για το γκέτο, αλλά και για τον ίδιο τον Ρουμκόσφκι, ο οποίος μέχρι τότε έχαιρε μιας περίπου γενικής εκτίμησης, αν όχι και λατρείας, ιδιαίτερα ως «πατέρας» των ορφανών παιδιών του «πράσινου σπιτιού». Η προσωπικότητα αυτού του εβδομηντάχρονου πρεσβύτερου των Εβραίων οικοδομείται στο μυθιστόρημα με δομικά υλικά τις αποφάσεις που παίρνει για το γκέτο, εφαρμογή κάθε φορά των αποφάσεων του Γερμανού κατακτητή. Αυτές οι αποφάσεις διαπνέονται από την αμφιλεγόμενη αντίληψη ότι αν θυσιαστούν κάποιοι τώρα θα διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη επιβίωση στο γκέτο (σελ. 292-293). Και είναι αμφιλεγόμενη, γιατί στην περίπτωση αυτή, όπως και στις περισσότερες άλλες, δεν καταφέρνει να αποτρέψει τα χειρότερα.
Η μία απέλαση φέρνει την άλλη και ό,τι ακολουθεί, ξεπερνά ακόμη και την πιο νοσηρή φαντασία. Οι Εβραίοι του Γκουντζ ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης κι όμως πρέπει να δουλεύουν όλο και πιο εντατικά στα εργοστάσια και στα εργαστήρια που παράγουν στολές και άλλα εφόδια για το γερμανικό στρατό, με μόνη ανταμοιβή ένα πιάτο νερωμένη σούπα. Την ίδια ώρα, η ιεραρχία τους (οι διευθυντές των εργοστασίων, της αστυνομίας, των φυλακών, είναι όλοι Εβραίοι) απολαμβάνει πλουσιοπάροχα γεύματα, έστω και λίγο κατώτερα σε ποσότητα και ποιότητα από αυτά των κατακτητών. Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει την καθημερινή ζωή στο γκέτο με την «κανονικότητα» και τις «εξάρσεις» της, τον αγώνα για επιβίωση, την ολοκληρωτική διάψευση της ελπίδας για σωτηρία. Παράλληλα, αναδεικνύει πως σε αυτή την κόλαση επί της γης, υπάρχουν εκείνοι που αντιστέκονται όπως ο Γιάνκελ που κάνει «απεργία σούπας» (σελ. 566-67). Εκτός από τους αφανείς ήρωες της καθημερινότητας, υπάρχουν επίσης εκείνοι που δουλεύουν στα υπόγεια του αρχείου και οι διάσπαρτοι σε ερειπωμένα πατάρια ακροατές των ραδιοφωνικών σταθμών που καταγράφουν και διαδίδουν από στόμα σε στόμα τις ήττες των Γερμανών στο μέτωπο και την προέλαση των Ρώσων. Μία από αυτούς είναι η Τσεχο-εβραία Βέρα, ένα δευτερεύον πρόσωπο του μυθιστορήματος που παρουσιάζεται να ενσαρκώνει κατά κάποιο τρόπο τις τελευταίες ελπίδες του γκέτο, ίσως γιατί προέρχεται από μια άλλη χώρα. Υπάρχει, τέλος, ο αμφιλεγόμενος νεαρός Άνταμ που, ως ο τελευταίος «επιζών», μονοπωλεί σχεδόν το τέταρτο (και συγκλονιστικότερο) μέρος του βιβλίου.
Μυθιστορήματα για το Ολοκαύτωμα και τα φρικτά εγκλήματα των Γερμανών έχουν γραφτεί πολλά. Η πρωτοτυπία ή η ιδιαιτερότητα του αριστουργηματικού βιβλίου του Σάντμπεργκ βρίσκεται, ίσως, στο ότι παρουσιάζει, με τρόπο τεκμηριωμένο σε ένα μυθιστόρημα, τη δράση των Εβραίων υπευθύνων του γκέτο αφήνοντας τον αναγνώστη να κρίνει αν με τις ενέργειές τους πρόδωσαν ή όχι το λαό τους. Εκτός από το διαφωτιστικό σημείωμα του συγγραφέα, που παρατίθεται στο τέλος, εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι και το επίμετρο του μεταφραστή Γρηγόρη Ν. Κονδύλη.