«Ο κύκλος των χαμένων ποιητών»
Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Το 1975 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη συγγραφή. Στη διάρκεια της δικτατορίας δικάστηκε για το βιβλίο του «Αρμένισμα». Μετέφρασε, Κάρσον, Μακ Κάλερς, Φόκνερ, Λιούις Κάρολ, Μέλβιλ, Πόε, Χεμινγουέι, Φιτζέραλντ. Έργα του έχουν μεταφραστεί κυρίως στη Γαλλία.
Ο Μένης, ένα χρόνο πριν τελειώσει το τότε εξατάξιο γυμνάσιο, πηγαίνει στο Λονδίνο, στον θείο του Θάνο. Τον στέλνει ο πατέρας του, για να γλυτώσει από τους κομμουνιστές στην Αθήνα. Ο θείος του, πάλι, βλέποντας να κάνει άστατη ζωή στο Λονδίνο, τον στέλνει σε μια επαρχιακή πόλη της Νότιας Αγγλίας, το Γκόσπορτ, στο σπίτι του ταγματάρχη Νταν, όπου θα μπορέσει να παρακολουθήσει και μαθήματα Αγγλικών. Στο Γκόσπορτ εκείνη την εποχή καταφεύγουν και αρκετοί Εγγλέζοι που απομακρύνονται από το βομβαρδιζόμενο Λονδίνο. Εκεί συναντά τους Γάλους Ρομπέρτο και Γκυ, τις Εγγλέζες «αλεπούδες», Νόρμα και Σήλια και τους χωρίς ονόματα Βέλγους διδύμους μηχανόβιους και αντιεξουσιαστές, ή εξουσιαστές μιας άλλης εξουσίας, που είναι πάντα ντυμένοι στα μαύρα. Είναι οι μόνοι από την παρέα που, μαζί με τον Ιταλό Λουίτζι, μένουν στους Νταν. Ο Μένης μένει στο σπίτι της κουτσής και μονόφθαλμης χήρας, κυρίας Μπάρτον, που παντρεύτηκε με νοικιασμένο νυφικό, ο άνδρας της με νοικιασμένο κουστούμι, ζώντας και οι δύο μια σύντομη ευτυχία, σαν να ήταν κι αυτή νοικιασμένη. Όμως, απ’ όλη την πόλη, μόνο εκεί υπάρχει η ζεστασιά και η αγκαλιά που χωρά όλο τον κόσμο: το σπίτι της. Ωστόσο, μια ημερήσια εκδρομή όλης της παρέας, στο νησί που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, θα τους σημαδέψει.
Βασικός ήρωας στο βιβλίο «Οι Αλεπούδες του Γκόσπορτ», είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Εξίσου πραγματικοί είναι και οι άλλοι ήρωες του βιβλίου καθώς και τα γεγονότα, αφού προέρχονται από τις βιωματικές σημειώσεις τις οποίες κράτησε ο ίδιος, πενήντα χρόνια πριν. Απεικονίζει χαρακτήρες, συνήθειες και περιστατικά μιας κοινωνίας που δεν έχει συνέλθει ακόμη από τις καταστροφές και τις απώλειες, αφού τις βόμβες τις κρύβει μέσα της. Αυτό ωθεί τους ήρωες να έρχονται πιο κοντά, να ερωτεύονται, ελπίζοντας και επιδιώκοντας ταυτόχρονα ένα καλύτερο αύριο, καίτοι κουβαλούν μέσα τους τις ιστορίες των οικογενειών τους, άλλοτε σαν κραυγές και άλλοτε σαν θρύλους που κυλούν στα νερά των πηγαδιών κατοχυρώνοντας ακόμη και τώρα την τότε ιδιοκτησία τους. Ο συγγραφέας με διεισδυτικότητα καταγράφει την κοινωνία τού τότε, σαν broderie anglaise, χωρίς να του διαφεύγει όμως και το άλλο πρόσωπό της, της αναρχίας, του αυταρχισμού, της αντιεξουσίας, του βιασμού, παραπέμποντας στο σκοτεινό και υπόγειο της κινηματογραφικής ταινίας «Έγκλημα στο Γκόσφορντ Πάρκ». Έτσι, άλλοτε σκληρός και άλλοτε κυνικός αλλά κατάβαθα τρυφερός και ανθρώπινος, περιγράφει το ταξίδι όλων. Ο συγγραφέας, με φαντασία και παρατηρητικότητα αφοπλιστική, καταγράφει συμπεριφορές και εικόνες μεταφέροντας τον αναγνώστη μαζί του από γραμμή σε γραμμή για να ζήσει τα γεγονότα και να τους γνωρίσει όλους. Σαν να ήταν εκεί!
Ο Μένης Κουμανταρέας, στο βιβλίο του αυτό, με εξαιρετική οικονομία λόγου και συμπαγή γραφή, δίνει έναν πλούτο εικόνων και καταστάσεων χωρίς καμία υπερβολή και βλέποντας τα γεγονότα από απόσταση, αποτυπώνει με δεινότητα την τρυφερότητα εκείνης της ηλικίας, εντοπίζοντας παράλληλα και το σκοτεινό της ψυχής των ηρώων, αποδεικνύοντας πως ο συγγραφέας γεννιέται, δεν γίνεται. Με τα χρόνια, απλώς θριαμβεύει.
Εντούτοις, το βιβλίο μοιάζει πολύ πιο σύγχρονο από τότε που γράφτηκε. Και τώρα ο κόσμος κάπου θέλει να πάει να κρυφτεί, μέχρι να περάσει η μπόρα. Ο πόλεμος τότε γινόταν με βόμβες και σφαγές. Σήμερα η κοινωνία, έχοντας διαφθαρεί από την ταχύτητα και την ποσότητα, που ήθελε να ζήσει τα πάντα, ακόμη και τα συναισθήματά της, σε τι μπορεί να ελπίζει; Υπάρχει ένα καλύτερο αύριο; Αυτό μοιάζει να ρωτάει ο αναγνώστης.