Κάθοδος στον Άδη
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δύο είναι τα βασικά στοιχεία που διακρίνουν το συνολικό έργο του Βρετανού Άντριου Μίλερ: του αρέσει να τοποθετεί τις ιστορίες του πίσω στον χρόνο και σε άλλες χώρες – πλην της Αγγλίας. Στο Casanova ακολουθεί τα βήματα του Τζιάκομο Καζανόβα στα μέσα του 18ου αιώνα, ενώ στο One morning like a bird τοποθετεί την ιστορία του στο Τόκιο της δεκαετίας του 1940. Έτσι και στο βραβευμένο με το βραβείο Costa βιβλίο του «Οι αγνοί» τον βλέπουμε να αναπτύσσει την ιστορία του στο Παρίσι, στα τέλη του 18ου αιώνα.
Στα 1785, λοιπόν, ο νεαρός μηχανικός Ζαν-Μπατίστ Μπαράτ καλείται από την επαρχία για να αναλάβει να ανασκάψει το παλιό κοιμητήριο των Αγίων Αθώων Νηπίων, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού, είναι υπερπλήρες και μολύνει πλέον την ατμόσφαιρα των συνοικιών με τις οποίες συνορεύει. Ο Ζαν-Μπατίστ προσλαμβάνει τριάντα ανθρακωρύχους με επικεφαλής τον παλιό του φίλο Λεκέρ και ξεκινούν την καταστροφή του κοιμητηρίου από τους παλιότερους τάφους. Οι κάτοικοι της περιοχής φαίνονται ικανοποιημένοι που επιτέλους η εστία μόλυνσης του αέρα που αναπνέουν θα απομακρυνθεί. Η Ζιγκέτ, όμως, η κόρη του ζευγαριού στο σπίτι των οποίων μένει ο μηχανικός, δεν μοιράζεται την ίδια άποψη και ένα βράδυ χτυπάει βάναυσα στο κεφάλι τον Ζαν-Μπατίστ με τον ίδιο του τον μεταλλικό χάρακα. Με το πέρασμα του χρόνου γίνεται φανερό ότι αυτή η δουλειά που φαινόταν πολλά υποσχόμενη απαιτεί πολλά από όλους όσους εμπλέκονται, οι ψυχικές τους δυνάμεις και οι ισορροπίες δοκιμάζονται εξαιτίας της καθημερινής επαφής με τον θάνατο.
Το μυθιστόρημα του Μίλερ, λοιπόν, αφηγείται την καταστροφή του κοιμητηρίου των Αγίων Αθώων Νηπίων, στην πραγματικότητα όμως είναι μία εξιστόρηση της απώλειας της αθωότητας, της αγνότητας, των ιδανικών, μία κατάβαση στα βάθη της ψυχής. Ο Ζαν-Μπατίστ, νέος, μορφωμένος, ιδεαλιστής, γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, αναλαμβάνει με ζήλο να φέρει σε πέρας τη δουλειά που του ανέθεσαν. Όσο περνά ο καιρός, όμως, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι τόσο εύκολη η αποστολή του: δεν διαθέτει τις κοινωνικές δεξιότητες που χρειάζεται για να συνεννοηθεί με τους ανθρακωρύχους (τη γλώσσα των οποίων άλλωστε δεν γνωρίζει), κάθε φορά που σκάβουν πιο βαθιά πρέπει να ποτίζει όλο και περισσότερο αλκοόλ τους εργάτες για να αντέξουν την αποφορά των τάφων, ενώ οι άνθρωποι που εμπιστεύεται τον προδίδουν, όπως ο φίλος του ο Λεκέρ. Ο μηχανικός αρχίζει να αμφισβητεί τις ικανότητές του, τα πιστεύω, την ίδια του την ταυτότητα, ενώ την ίδια στιγμή το Παρίσι έχει αρχίσει να βράζει… η βασιλεία τίθεται υπό αμφισβήτηση και επιθετικά συνθήματα γράφονται κάθε βράδυ στους τοίχους.
Γραμμένο με στρωτή, κομψή και ποιητική γλώσσα, το μυθιστόρημα του Άντριου Μίλερ δίνει μία εικόνα του Παρισιού λίγο πριν από την επανάσταση και εξετάζει τις ανασφάλειες και την αγωνία του ατόμου σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε ηθική και πολιτική κατάπτωση. Ο ενεστώτας που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας τραβάει αμέσως τον αναγνώστη μέσα σε μία ιστορία, η οποία, παρά την έλλειψη έντονων ανατροπών και εντάσεων, αιχμαλωτίζει την προσοχή και τριγυρνά στο μυαλό ακόμα κι αφού έχεις τελειώσει την ανάγνωσή της.