Ο ANAKREON, Erkan Noa ή καλύτερα ο Ανακρέων Καναβάκης σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και από το 1960 εργάζεται ως γραφίστας δημοσιεύοντας σκίτσα, εικονογραφήσεις, γελοιογραφίες και γραφιστικές συνθέσεις εκτός από την Ελλάδα, στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες. Έχει εργαστεί ως Creative Director σε διαφημιστικές εταιρείες και ασχολείται με τη δομή εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων και με την επιμέλεια εξωφύλλων. Παρουσιάζει τα εικαστικά του έργα σε εκθέσεις και έχει εκδώσει δύο βιβλία με τις εργασίες του, «Paraphernalia» και «Πομφόλυγες». Η «Οφηλία» είναι το πρώτο μυθιστόρημά του που εκδίδεται. Η εικόνα του εξωφύλλου και προμετωπίδας είναι έργο του ιδίου, ειδικά για την Οφηλία, την ηρωίδα του, καθώς και η αφιέρωση «σ’ εκείνη την ίδια».
Ο Ανακρέων Καναβάκης, με αναγραμματισμό Erkan Noa, κάνει ένα πέρασμα από το σκίτσο και την εικονογράφηση στο μυθιστόρημα με μια λογοτεχνική άνεση και ευφράδεια που θα τη ζήλευαν πολλοί στις πρώτες λογοτεχνικές τους εκκινήσεις. Μη γνωρίζοντας τον συγγραφέα εκ των προτέρων και διαβάζοντας την «Οφηλία» μου έδωσε την εντύπωση ενός συγγραφέα που βρίσκεται χρόνια στο λογοτεχνικό προσκήνιο και σε καμία περίπτωση ενός συγγραφέα που εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα. Μοιάζει να «σκιτσάρει» στο μυαλό του νοητά τις ιστορίες του μυθιστορήματος και των ηρώων του με τέτοια μαεστρία σαν να πρόκειται για έργα ζωγραφικής. Έχει κατακτήσει την τέχνη της γραφής πριν καν γράψει. Ο αναγνώστης απολαμβάνει την πορεία και την εξέλιξη της αφήγησης με περισσή διάθεση και αγωνία για την επόμενη ανατροπή και αλλαγή.
Πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα αλλά δεν μοιάζει με κανένα άλλο ερωτικό μυθιστόρημα, δεν υπάρχουν κοινοτοπίες και ο αναγνώστης δεν απογοητεύεται από τυχόν προβλέψιμες καταστάσεις. Όπως κάθε έργο τέχνης είναι μοναδικό έτσι και το μυθιστόρημα αυτό τυγχάνει να είναι μοναδικό στο είδος του, καθώς εκεί που ο αναγνώστης τείνει να επαναπαυτεί από τη «γεύση» μιας κοινότοπης καθόλα σύγχρονης ερωτικής ιστορίας, τότε ο συγγραφέας με μια πινελιά χρωματίζει διαφορετικά τα γεγονότα και την ερμηνεία τους και δίνει κυριολεκτικά άλλη διάσταση στην πορεία της ιστορίας με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να νιώθει μοναδικός και τυχερός συνάμα καθώς διαβάζει μια μοναδική ιστορία, που έχει πολλές διαστάσεις. Κάτι που άλλοτε θα φαινόταν ευτελές με τα χρώματα του συγγραφέα φαίνεται εξαίσιο και άτρωτο.
Ανέκαθεν θεωρούσα ευφυείς όσους απέδιδαν επιτυχώς μέσω κάποιας μορφής τέχνης θέματα της ζωής, όπως π.χ. τον έρωτα. Η καλλιτεχνική οπτική της σύγχρονης πραγματικότητας καθώς και των διαχρονικών θεμάτων της δίνει άλλη αίσθηση στη βίωσή της, κάνει την πραγματικότητα πιο ενδιαφέρουσα και πιο όμορφη, φωτίζει πτυχές που διαφορετικά θα έμεναν στο ημίφως ή στο σκοτάδι. Ο Ανακρέων Καναβάκης παρουσιάζει τη θεματική του έρωτα, της φιλίας και γενικότερα των ειλικρινών συναισθημάτων από τη δική του «μεριά», από τη δική του οπτική γωνία, μέσα από το πρίσμα της αγάπης του για τα σκίτσα.
Ο κεντρικός ήρωας, που εμπλέκεται ερωτικά με την Οφηλία, κεντρική ηρωίδα, είναι εικαστικός: «Ζωγράφιζα βέβαια, δεν θα μπορούσα να σταματήσω το πιο μόνιμο καθημερινό μου συνήθειο σαρανταπέντε τόσα χρόνια. Όμως τι ζωγράφιζα; Παραλλαγές της θεματολογίας μου, μηχανικά σχεδόν. Δεν μ’ ένοιαζε το αποτέλεσμα, έτσι κι αλλιώς η εικαστική μου αναζήτηση έχει φορμαριστεί δεκαετίες πριν κι από ‘κει και μετά έγινε, όπως μου καταλογίζουν μερικοί φίλοι, ένα πνευματικό παιχνίδι» (σελ. 157).
«Το σώμα της Οφηλίας έμοιαζε να αιωρείται πάνω απ’ το κεφαλάρι του κρεβατιού, αποκοιμισμένο σε στάση νωχελική, ηδονικό παρά τον βομβαρδισμό από αγχώδεις αλληλοσυγκρουόμενες πινελιές. Από παντού απουσίαζε το αθώο χαμόγελο ή το δάκρυ της. Αυτή δεν ήταν η Οφηλία μου. Είχα ακόμη μιάμιση μέρα μέχρι να έρθει και μπήκα στο δίλημμα ή να διορθώσω ό, τι προλάβω, ή να σκεπάσω τα πάντα με παχύ χρώμα και να κάτσω στ’ αβγά μου. Αυτό το έργο ξέφευγε εντελώς από μένα» ( σελ. 159).
Οι ζωές των δυο κεντρικών ηρώων αγκαλιάζουν σφιχτά η μία την άλλη και πολλές φορές οδηγούν σε στιγμές σύγκρουσης, ανατροπής καταστάσεων και σε φθορά, όπως η φύση αιώνια προστάζει. «Οι ιστορίες τελικά ίσως γεννήθηκαν πριν από τους ανθρώπους. Πώς γίνεται εσύ ν’ ακολουθείς τον δικό σου δρόμο και ξαφνικά να σου φαίνεται πως περπατάς πάνω σε ίχνη παλιά; Οι ιστορίες προϋπάρχουν, μάλλον αυτοϋπαγορεύτηκαν και αυτοχαράχτηκαν όλες μαζί κάποιο δειλινό τού προκάμβριου, πριν από οποιαδήποτε διαθήκη, κι έκτοτε περιμένουν, παρακολουθούν τα βήματά μας αφανείς και πότε αποφασίζουν να μας συλλάβουν και να μας κλείσουν σε κάποιο απ’ τα κλουβιά τους» (σελ. 121).