«Ο ήλιος τον τύφλωσε και το μπλε τον σκέπασε. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή άκουσε το βόμβο που έγινε μουγκρητό, άνοιξε τα μάτια και αμέσως τα μισόκλεισε. Ένα αεροπλάνο πετούσε, αφήνοντας πίσω του μια ανοιχτή, χιονισμένη ουρά. Αμέσως πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να χαιρετάει σαν δαιμονισμένος, χοροπηδώντας εκεί στη μέση της παιδικής του πλατείας, “γεια σου, θείε, γεια σου, θείε…”» («Βελζεβούλα», σελ.64)
«Όταν πολεμούν μεταξύ τους, ένα ατσάλινο τρένο διασχίζει το δωμάτιο. Στα φωτισμένα του παράθυρα εμφανίζεται ένα αγόρι με ξέπλεκα μαλλιά που καπνίζει και μια γυναίκα που κρατάει σφιχτά μια μοβ τσάντα στα χέρια της και κλαίει («Γάμος», σελ. 135)
«πεντάρα δε δίνει και συνεχίζει χαιρέκακα ο δαίμονας, θυμάται κάτι απίστευτες λεπτομέρειες, το κάνει επίτηδες ασφαλώς, σε πόσα κομμάτια μπορεί να σπάσει ένας άνθρωπος, εννοώ κομμάτια που έχουν να πουν κάτι, να διηγηθούν μια ιστορία, κάτι μικρό, ελάχιστο, κι όμως αυτό το τοσοδά να σηκώσει κύμα μεγάλο, φουρτούνα φοβερή, τρικυμία» («Κόκαλα», σελ.173)
Προερχόμενη από την ποίηση (έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές), και αφού εργάστηκε για χρόνια ως δημοσιογράφος στο τμήμα διεθνών ειδήσεων του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων και στον ραδιοφωνικό σταθμό Φλας, με σπουδές Γαλλικής Φιλολογίας, Γλωσσολογίας και Ιστορίας στο Στρασβούργο, η Ελένη Μπουκαούρη κυκλοφόρησε στα τέλη του 2016 την πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Οχτωμισάρια». Είκοσι ένα διηγήματα, είκοσι μία ιστορίες όπου εμφανίζονται πότε μόνοι τους πότε και οι δύο μαζί, με τα ίδια πάντα ονόματα, δύο χαρακτήρες, ο Στέργιος και η Άννα. Ξεκινώντας από την Αρκαδία, τον τόπο των προγόνων τους, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, περνώντας από την Αθήνα και φθάνοντας στο Στρασβούργο – με ποδήλατο, τρένο, μετρό, μια φορά (αν δεν κάνουμε λάθος) και με αεροπλάνο, με τις κόκκινες ή καφέ βαλίτσες έτοιμες ή χαμένες.
Οι πρώτες ιστορίες είναι κάπως σκληρές ή «τραχιές»: ενδεικτικοί οι τίτλοι («Χαλασιά», «Στέρηση», «Ξένος στα ξένα», «Αδύνατη επιστροφή») των πέντε μερών ((μαζί με το «Μαύρο φως») που απαρτίζουν το πρώτο διήγημα της συλλογής, την «Αγγελοφτιάχτρα» (σελ.11-38), και καλύπτουν, χωρίς να προσδιορίζεται επακριβώς, περίοδο εξήντα χρόνων – περίπου από τον Εμφύλιο έως την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. «Τράβαγα με τα δάκτυλα να λύσω κόμπους, να κόψω σκοινιά: Δεν έχεις μαχαίρι, δεν έχεις ψαλίδι, έλεγα, τίποτε δεν έχεις, είσαι μόνη στην ερημιά, πάνω στον Αϊ-Γιώργη, μόνη στο βουνό, κατάμονη είσαι και τι θα κάνεις; Σκίσε, σπάσε, κόψε, δάγκωσε με νύχια και με δόντια για να ζήσεις, πρέπει να ζήσεις, ας είσαι ένα τίποτα, ένα τίποτα, αυτό είσαι, Ειρήνη, μα πρέπει να ζήσεις, για τον παππούλη, μην τυχόν και τον πικράνεις, τον άγιο άνθρωπο, δεν επιτρέπεται, Ειρήνη, σκίσε, σπάσε, κόψε, δάγκωσε…» (σελ.18). Το στοιχείο μιας επίπονης προσπάθειας της ηρωίδας (που δεν είναι μία αλλά οι διάφορες εκδοχές της) να ξεφύγει από μια προδιαγεγραμμένη μοίρα ή μια μοίρα όχι ευνοϊκή είτε λόγω καταγωγής, είτε λόγω κοινωνικής, οικογενειακής κατάστασης, είτε, καθόλου αυτονόητα, λόγω ενός ψυχισμού που απαιτεί να μην επαναπαύεται σχεδόν ποτέ, ό,τι κι αν έχει καταφέρει, είναι παρόν και σε άλλα διηγήματα, όμως εκεί απαλύνεται από άλλες εικόνες, ίσως πιο οικείες στον αναγνώστη, όπως ο έρωτας και η μουσική∙ ενώ σ΄αυτά τα πρώτα διηγήματα μοναδική διέξοδο μοιάζει να αποτελούν οι ποιητικές εικόνες. Από τα πρώτα αυτά διηγήματα θα σημειώσουμε ωστόσο την ιστορία του Αστέριου Μ. («Στα χέρια του έσπαγαν ρόδια»), που μας φάνηκε πολύ τρυφερή, «Το θηρίο», ενώ από τη «Βελζεβούλα δεν λείπει το χιούμορ.
Γενικά τα διηγήματα διαπνέονται από μια αίσθηση τέλους ∙ οι σχέσεις δεν ευοδώνονται (όπως στην αριστοτεχνική, κατά την άποψή μας «Πανσέληνο») ή μένουν ανολοκλήρωτες. Οι ονειρικές εικόνες έρχονται να συγκολλήσουν θραύσματα ιστοριών που είναι και δεν είναι πραγματικές. Όλα τα διηγήματα διακρίνονται για τη στέρεη δόμησή τους και τη γλώσσα τους∙ η συγγραφέας (μοιάζει να) ξέρει πολύ καλά για τι μιλάει και πώς θα «κλείσει» τις ιστορίες της. Δεν θρηνωδεί για τα χρόνια που πέρασαν, δεν φανερώνει τους φόβους της (αν έχει) για το τέλος που έρχεται, είναι ορατό πια. Τόσοι φίλοι έφυγαν… Κι οι γονείς, ο πατέρας πρώτα, με τα σκαλωτά μαλλιά που ασημίζουν τόπους-τόπους – ή μήπως είναι ένα άλλο αγαπημένο πρόσωπο ή, τέλος, ένα πλάσμα της φαντασίας που περιδιαβαίνει τις ιστορίες αλλάζοντας μορφές, μένοντας όμως κατά βάθος πάντα ίδιο: ο Στέργιος ή η Άννα;
Η κριτική έχει ήδη ξεχωρίσει, εκτός από το ομότιτλο διήγημα, το «Petite fleur». Θα προσθέταμε, εκτός από αυτά που αναφέρθηκαν, μερικά ακόμη: τον «Αστάθμητο παράγοντα», το (κατασκοπευτικής υφής), «Λύκοι στις γραμμές του τρένου», τα «Κόκαλα», το διακειμενικό «En garcons», τον «Αϊ-Δέντρο».