Ο Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε γεννήθηκε στην Καρθαγένη της Ισπανίας το 1951. Μάχιμος δημοσιογράφος, απεσταλμένος του γραπτού τύπου, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, έζησε για 21 χρόνια (1973-1994), τις μεγάλες διεθνείς συρράξεις της περιόδου εκείνης. Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, που κυκλοφορούν με επιτυχία σε πολλές χώρες, ενώ κάποια από αυτά έχουν γίνει ταινίες.
Σε αυτό το μυθιστόρημα πρωταγωνιστής είναι ο Φάουλκες, πασίγνωστος επαγγελματίας φωτογράφος με εξειδίκευση στις ένοπλες συρράξεις. Επηρεασμένος από μια προσωπικής μορφής απώλεια, αλλά και παγιδευμένος στο παιχνίδι παρατήρησης, καταγραφής και μη συναισθηματικής συμμετοχής, παρατάει τις φωτογραφήσεις και, σοβαρά,ασθενής, καταφεύγει σε έναν ερειπωμένο πύργο για να ζωγραφίσει ιστορικές μάχες, με λεπτομέρειες θανάτου, απόγνωσης και πόνου. Όλα με καμβά έναν κυκλικό τοίχο, και όλα με άψογη τεχνική, μέχρις ότου εμφανίζεται ένα Κροάτης από το παρελθόν, θέμα σε μια φωτογραφία, παγκόσμια επιτυχία του Φάουλκες. Στόχος του Μάρκοβιτς, μετά από δεκαετή αναζήτηση και μελέτη, είναι ο άνθρωπος που, παθητικός παρατηρητής, τον έβαλε στο σκηνικό, αλλά και στις συνέπειες του «ήρωα», με εκείνη τη φωτογραφία. Οι δυο τους συζητάνε για πολλά ενδόμυχα, αν και ο ζωγράφος αρνείται να ομολογήσει το μεγάλο μυστικό του. Τι θα έρθει πρώτο; Ο θάνατος από το χέρι του «ήρωα» ή η αποπεράτωση του έργου του;
Η πλοκή της ιστορίας κυλάει όπως τα πινέλα του ζωγράφου πάνω στην παλέτα. Λίγο χρώμα από εδώ, λίγο ανάμιξη από το άλλο, μέχρι να πετύχει τη σωστή για τον ίδιο απόχρωση – μόνο που αντί για χρώματα ο συγγραφέας αναμιγνύει παρόν και παρελθόν. Το χτες και το σήμερα της μοναξιάς, το προχτές με την αγαπημένη του Ολβίδο και την κοινή πορεία συνειδητοποίησης της σημασίας της φωτογραφίας, αλλά και της διαφοράς της από τη δημιουργία του καλλιτέχνη. Αν για εκείνη ήταν η έμπνευσή της για τη φωτογραφία στα πεδία των μαχών, εκείνη ήταν η μούσα του για το πεδίο της ζωής. Αν η ζωή ήταν κερί, η Ολβίδο της είχε βάλει δυο φιτίλια, ένα στην κάθε άκρη, που έκαιγαν ταυτόχρονα, σε αντίθεση με αυτόν που δεν έκαιγε κανένα δικό του. Πού ήταν η αλήθεια; Στην τεχνική του παρατηρητή-φακού ή στην εμπλοκή του καλλιτέχνη-δημιουργού; «Η αλήθεια βρίσκεται στα πράγματα και όχι σ’ εμάς. Μας χρειάζεται όμως για να εκδηλωθεί».
Η αναφορά των χαρακτηριστικών της φωτογραφικής μηχανής και το μπέρδεμά τους με τη διαδικασία ανάμιξης των χρωμάτων του ζωγράφου, οδηγούν σε συγκρίσεις και στη μοιραία ματαίωση πιστεύω ετών, αφού, όπως του λέει επιγραμματικά ο Μάρκοβιτς, «οι άνθρωποι είναι τρελοί τυφλοπόντικες». Όχι μόνο δεν βλέπουν, αλλά και κτυπιούνται γύρω-γύρω προσπαθώντας να βρουν διέξοδο. Μεταξύ αναφοράς των φωτογραφήσεων σε όλο τον κόσμο και λεπτομερών παρατηρήσεων του κυκλικού πίνακα που ζωγραφίζει, οι συζητήσεις των δυο, με αναφορές πάντα στην Ολβίδο, προχωράνε σε μια βαθιά αναζήτηση που απελευθερώνει το ζωγράφο και του δίνει τη δυνατότητα να βιώσει σε μια βραδιά όσα είχε καταχωνιασμένα μέσα του όλα αυτά τα χρόνια.
Η γλώσσα του Ρεβέρτε είναι ιδιαίτερα αναλυτική και λεπτομερειακή για όσα ζωγραφίζονται, παρατηρούνται ή συζητιούνται και πολλές φορές οι φράσεις είναι ιδιαίτερα μεγάλες, στο όριο του να γίνουν κουραστικές σε όποιον δεν είναι μαθημένος στην απόλαυση αυτής της μορφής γραφής. Η μετάφραση του Δημήτρη Δημουλά, όπως τουλάχιστον το αισθάνομαι, κρατάει αυτό το κλίμα μπερδέματος, αναζήτησης, μελαγχολίας και απορίας για ματαιώσεις δεκάδων επιτυχιών, καθώς ο πίνακας που ζωγραφίζει ο Φάουλκες, καθρεφτίζει τον «υπολογιστικό» τρόπο που ζούσε, μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν πια αντιλαμβάνεται ότι τον θάνατό του τον είχε ήδη ζήσει.