Το κορυφαίο έργο ενός κορυφαίου λογοτέχνη
Ένα από εκείνα που έκανα το καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν να διαβάσω, επιτέλους, σημαντικά βιβλία που είτε δεν τα είχα επιλέξει ποτέ ως αναγνώστρια είτε «κατοικούσαν» αρκετά χρόνια στη βιβλιοθήκη μου αλλά δεν αποφάσιζα, κυρίως λόγω του όγκου τους, να ξεκινήσω την ανάγνωσή τους. Ανάμεσά τους, το κορυφαίο δίτομο έργο του αγαπημένου Καρόλου Ντίκενς, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα ένα υπόδειγμα αρχιτεκτονικής βιβλίου, ένα υπέροχο βικτοριανό μυθιστόρημα, ένα δικαστικό δράμα και μία επιτομή των κοινωνικών απόψεων του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο δημιούργησε αίσθηση την εποχή που δημοσιεύτηκε (σε 20 μηνιαίες συνέχειες από το 1852 έως το 1853) και επηρέασε, όπως υποστηρίζουν αρκετοί, το δικαστικό σύστημα της Αγγλίας με μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την απονομή δικαιοσύνης.
Με δεκαοκτώ βασικούς χαρακτήρες και πάρα πολλά δευτερεύοντα πρόσωπα, αλλά όλα με τη σωστή τους θέση στην πλοκή, το κοινωνικό αυτό έπος έχει ως κεντρική ηρωίδα την Έστερ Σάμερσον, μία ορφανή κοπέλα που μεγάλωσε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, και προσπαθεί να βρει τη θέση της στη ζωή και την κοινωνία της εποχής: δεν γνωρίζει όμως, πολύ σημαντικά κομμάτια του παζλ της δικής της ζωής, τα οποία αποκαλύπτονται σταδιακά, άμεσα ή έμμεσα, στον αναγνώστη από τον παντεπόπτη αφηγητή. Και είναι πραγματικά αριστουργηματικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας συνθέτει δύο χρόνους και δύο οπτικές παράλληλης αφήγησης σε μία ενιαία και απόλυτα «δεμένη» στο σύνολό της αφηγηματική γραμμή. Η Έστερ μας μιλάει για τη ζωή της στο παρόν ως μία νεαρή γυναίκα, και αλλά και ως παιδί, έχοντας γνώση ενός πολύ μικρού μέρους των γεγονότων που προηγήθηκαν ή συμβαίνουν ταυτόχρονα με τα όσα εκείνη εξιστορεί. Ο αφηγητής όμως της ευρύτερης ιστορίας, έχοντας την ιδιότητα του παντεπόπτη, «βλέπει» και τα όσα συμβαίνουν παράλληλα στις ζωές όλων των χαρακτήρων του μυθιστορήματος, και συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την Έστερ, τα οποία συνθέτει κομμάτι κομμάτι σε μία πυκνή και απολαυστική αφήγηση.
Το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο υφαίνεται και η προσωπική ιστορία της ηρωίδας, είναι μία μακροχρόνια δικαστική υπόθεση κληρονομιάς, η οποία ουδεμία λύση μπορεί να βρει παγιδευμένη στη δικαστική γραφειοκρατία, που φτάνει στην κωλυσιεργία: πρόκειται για μία αδιέξοδη κατάσταση που καταστρέφει τις ζωές των εμπλεκομένων και την οποία ο Ντίκενς αποδίδει ολοζώντανα – είχε άλλωστε και προσωπική εμπειρία παρακολουθώντας δίκες ως δημοσιογράφος. Πραγματικά, θα άξιζε να διαβαστεί το μυθιστόρημα αυτό και μόνον για τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας, τηρώντας επιφανειακά βεβαίως τα προσχήματα, κατακεραυνώνει δια της καυστικής ειρωνείας και του μαύρου χιούμορ το δικαστικό σύστημα αλλά και γενικότερα την υποκριτική βικτοριανή ηθική, π.χ. την προσπάθεια διαφόρων χριστιανικών οργανώσεων να επιβάλλουν την ηθική αυτή στους φτωχούς χωρίς ουσιαστικά σε τίποτα να τους βοηθούν, ενώ παράλληλα αντιπαραβάλλει αυτή τη «φιλανθρωπία» με την αληθινή καλοσύνη και ευγένεια με την οποία συντρέχει τους πάντες η Έστερ, χωρίς να τους επικρίνει.
Η Έστερ είναι πράγματι μία πολύ ιδιαίτερη ηρωίδα. «Εκνευριστικά» θα έλεγε κάποιος σεμνή, έως την ταπεινότητα, μοιάζει πλήρως υποταγμένη στη μοίρα της, στην πατριαρχία και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που της επιβάλλουν μία συγκεκριμένη κοινωνική θέση. Όμως έχει διαυγές μυαλό και δικές της απόψεις, καθώς και συναίσθηση του εαυτού της και της προσωπικότητάς της, και μπορεί να μην εξεγείρεται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποχωρεί… Είναι επίμονη, υπομονετική, γενναία και απόλυτα αποφασισμένη να κάνει τελικά εκείνο που θεωρεί σωστό, σύμφωνα με τον δικό της τρόπο σκέψης. Είναι κάποια η οποία για την κοινωνική ηθική της εποχής, «θα ήταν προτιμότερο να μην είχε γεννηθεί ποτέ», αλλά είναι όμως η πρωταγωνίστρια έως το τέλος. Η Έστερ προτιμά ως χαρακτήρας τη σκιά από τους προβολείς, αλλά τα πιο σημαντικά στη σκιά διαδραματίζονται…
Όλες οι κοινωνικές τάξεις αντιπροσωπεύονται στο μυθιστόρημα θα έλεγα με δικαιοσύνη από τον Ντίκενς, από την υψηλή αριστοκρατία έως τις εξαθλιωμένες ψυχές που περιφέρονται ανέστιες στους δρόμους, με τις καλύτερες και χειρότερες ιδιότητές τους να αναδεικνύονται ρεαλιστικά και πειστικά. Και ένα πλήθος ντικενσιανών χαρακτήρων, κωμικά απωθητικών τύπων που συναντάμε συχνά στα έργα του, παρελαύνει στις σελίδες του μυθιστορήματος, ακόμα και μια εξαιρετικά «στριμμένη» γάτα… Η συμπάθεια βεβαίως του συγγραφέα για τις λαϊκές τάξεις είναι προφανής, όπως και στον Βικτώρ Ουγκώ εκεί ανήκει η καρδιά του, αλλά δεν τους χαρίζεται, ενώ αποδίδει με κατανόηση ανθρώπινη και τον τραγικό εν τέλει χαρακτήρα του σερ Λέστερ, του οποίου η ζωή και η καρδιά γίνονται κομμάτια. Όλοι οι χαρακτήρες είναι χτισμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ταυτόχρονα αυτόνομες προσωπικότητες, ανθρώπινους τύπους που αποδίδουν την κοινωνία της εποχής, αλλά και διαχρονικές μορφές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Όμως επιλέγω να πω δύο λόγια για την αγαπημένη μου στο βιβλίο, ομολογώ ότι αγαπώ τις «σκοτεινές» ηρωίδες λίγο περισσότερο, λαίδη Ντέντλοκ, η οποία κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά με τον γάμο της με έναν ηλικιωμένο αριστοκράτη, αλλά τι πάθη και μυστικά κρύβει στην ψυχή της… Και τι αγώνας επικός δίνεται μέσα σε αυτήν την ψυχή ενώ προσπαθεί να διατηρήσει ένα ψυχρό προσωπείο «αριστοκρατικότητας»… Και πόσο μου θύμισε τη λατρεμένη μαρκησία ντε Μερτέιγ στις «Επικίνδυνες σχέσεις» του ντε Λακλό, με τη διαφορά ότι η ηρωίδα του Ντίκενς διαθέτει μία ισχυρή αίσθηση αξιοπρέπειας που δεν έχει να κάνει με την τάξη της, αλλά με τον χαρακτήρα της ο οποίος δεν είναι εντελώς διεφθαρμένος.
Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να γραφτούν, σελίδες επί σελίδων, και πάλι δεν θα ήταν αρκετά. Ελπίζω ότι θα σας πείσω να τα ανακαλύψετε μόνοι σας, διαβάζοντας αυτό το σημαντικό λογοτεχνικό έργο. Υπάρχουν όμως, μερικά επιπλέον που πρέπει οπωσδήποτε να ειπωθούν κλείνοντας την παρούσα παρουσίαση. Πρώτον, ότι η πραγματικά τιτάνια προσπάθεια της μεταφράστριας Κλαίρης Παπαμιχαήλ να αναμετρηθεί με το έργο, εκτιμώ ότι ήταν επιτυχής. Δεύτερον, ότι στο τέλος του πρώτου τόμου υπάρχει η πιο αναπάντεχη ανατροπή, μία σκηνή που πραγματικά με ξάφνιασε και με προβλημάτισε, καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα με το οποίο θα κλείσω: όπως γνωρίζουμε και από τα άλλα έργα του Ντίκενς, για εκείνον ο δαίμονας και η πηγή των δεινών είναι η απληστία για το χρήμα. Όλοι σχεδόν οι ήρωες του Ζοφερού Οίκου, πλούσιοι και φτωχοί, από αυτήν την «πείνα» καταστρέφονται και όσοι διασώζονται από το σκοτάδι, είναι επειδή έχουν ηθικές αντιστάσεις είτε εκ πεποιθήσεως είτε λόγω χαρακτήρα. Το τι θα έκανε κανείς για το χρήμα και τι δεν θα έκανε, είναι το αποφασιστικό όριο ανάμεσα στην ανθρώπινη ιδιότητα, με τα όποια ελαττώματά της, και στην εξαχρείωση που οδηγεί στην πτώση, σε ένα επίπεδο ύπαρξης που ομοιάζει με πνευματική κόλαση. Και για να τολμήσω ένα συμβολισμό, νομίζω ότι αυτή η κοινωνία όπου το χρήμα κυριαρχεί ως η υπέρτατη αξία είναι ο ζοφερός οίκος όπου όλοι, από την εποχή που γράφτηκε το έργο και έως σήμερα, συνεχίζουμε να κατοικούμε…