Δεν θα ασχοληθώ με τις τιμητικές διακρίσεις και τους επαίνους που έχει αποσπάσει η Μαργαρίτα Καραπάνου, καθώς η διεθνής συγγραφική καταξίωσή της αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Θα ασχοληθώ όμως με τους λόγους για τους οποίους η γραφή της κέρδισε την αποδοχή αναγνωστικού κοινού και κριτικών.
Η Μαργαρίτα Καραπάνου ανήκει στους δημιουργούς που αφουγκράζονται τους παλμούς της εποχής τους, χαρτογραφούν με έναν ιδιότυπο τρόπο τις αδιόρατες μεταβολές του κοινωνικού γίγνεσθαι και του ψυχολογικού προφίλ του σύγχρονου ανθρώπου και καταθέτουν λογοτεχνικά τη διαμαρτυρία τους για έναν κόσμο που αλλάζει τραγικά και αποποιείται τη συναισθηματική του ακεραιότητα και ευαισθησία, υιοθετώντας μια ειρωνική εποπτεία της ζωής.
Τόσο στο βιβλίο «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» όσο και στο δεύτερο μυθιστορηματικό της βήμα, τον «Υπνοβάτη», η Καραπάνου αποδεικνύει πως δεν την αφορά απλώς μια ιστορική προσέγγιση του παρόντος, αλλά μια εγκάρσια τομή στο συναισθηματικό προφίλ του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου ανθρώπου, αφού τα βιβλία και οι ήρωές της εκφεύγουν από τα στενά χωροχρονικά όρια της ελληνικότητας. Επιδιώκει να μιλήσει για τον σύγχρονο «μεταλλαγμένο» άνθρωπο, για τον κοσμικό πια πολίτη ο οποίος εμφανίζει περισσότερα αρνητικά παρά θετικά, και αποκτά ολότελα καινούρια χαρακτηριστικά, με κυρίαρχα την ανυπαρξία συναισθήματος και ηθικών αναστολών.
Προχωρώντας πέρα από τις φαινομενικές και χιλιοειπωμένες αλλαγές του κόσμου, η συγγραφική της γραφίδα προχωρά σαν νυστέρι σε αυτή τη νεκροψία του ανθρώπινου συναισθήματος, και αναζητά απεγνωσμένα έναν καινούριο θεό, να αντικαταστήσει εκείνον τον παλιό που προσκυνήθηκε μα προδόθηκε πλέον.
«Ο Θεός ήταν κουρασμένος… Έβλεπε τη γη του και πώς είχε καταντήσει… Οι άνθρωποι τον είχαν προδώσει. Αποφασίζει, λοιπόν, να στείλει στη γη ένα Θεό καινούργιο, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους, το Θεό που θα τους άξιζε.»
Ο υπνοβάτης κατά συνέπεια είναι ένας αντικατοπτρισμός της σήψης που διέπει το σύγχρονο άνθρωπο. Μιας σήψης που έχει παρεισφρήσει έως και στον κόσμο της τέχνης κάνοντάς την συχνά να δείχνει ατροφική, κουρασμένη ή ασθενική. Διόλου τυχαία η ηρωίδα της Καραπάνου που πασχίζει να γράψει ένα βιβλίο κι ενώ το νιώθει να υπάρχει και να σαλεύει μέσα της, προβάλλεται να αδυνατεί να το αποτυπώσει σε ένα χαρτί κυριευμένη από μια αίσθηση ματαιότητας. «Η Λούκα σκεφτόταν μόνο όταν υπήρχε δίπλα της ο Μαρκ. Όταν κοίταζε τη στάχτη του να μεγαλώνει, έγραφε μέσα στο κεφάλι της, κι όλο το βράδυ στη Maggie, … το βιβλίο της γραφόταν μόνο του, ήρεμα και σιγά, ξαπλωνότανε στα πόδια της σαν σκυλί, κι αυτή έσκυβε και το χάιδευε, μετά άνοιγε την ουρά του σαν παγόνι και τα χιλιάδες χρώματα γινόντουσαν λέξεις, φράσεις, παράγραφοι, κεφάλαια και μόλις γύριζε στο σπίτι της κι έκλεινε η πόρτα, το βιβλίο χανότανε.»
Και το ερώτημα που δημιουργείται εύλογα στον κάθε αναγνώστη είναι γιατί; Αυτή την εναγώνια αναζήτηση του γιατί παρακολουθεί ο αναγνώστης στη διάρκεια των σχεδόν 300 σελίδων του βιβλίου και η ανάγνωση καταλήγει να είναι μια εσωτερική/ ψυχολογική περιπέτεια, και το βιβλίο μια τραγωδία διαφορετική από εκείνες των αρχαίων τραγικών, μα με ίδιας έντασης κορυφώσεις.
Η Καραπάνου μιλάει ανενδοίαστα για όλα εκείνα που άλλοι δημιουργοί δειλιάζουν να εκφράσουν ή επιλέγουν να μιλούν κρυφοκοιτώντας τον κόσμο πίσω από περίτεχνα προσωπεία. Αρέσκεται να προβάλλει γυμνή την αλήθεια και γυμνή την ασκήμια. Δύσκολο το έργο της πραγματικά μα μπόρεσε να επιβληθεί στο λογοτεχνικό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ακριβώς επειδή είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε κοινό εξασκημένο στην αναμέτρηση με την αλήθεια.
Ανήκοντας στη χορεία των συγγραφέων που τολμούν να τραβήξουν το σεντόνι που καλύπτει τη σκληρότητα του σύγχρονου κόσμου και να σταθούν με δέος απέναντι στο έκθεμα της συναισθηματκής απογύμνωσης και στειρότητας, και όχι σε εκείνους που ωραιοποιούν ή προσεγγίζουν επιδερμικά με διάθεση μελό την πραγματικότητα, ανέπτυξε στο βιβλίο της δυο ταυτόχρονους παράλληλους άξονες. Μιλώντας αφενός για την ανθρώπινη ζωή, αφετέρου για τη σύγχρονη τέχνη, αποτυπώνει τις αλληλένδετες δράσεις της ψυχής στην καθημερινότητα και στην τέχνη.
Συγκοινωνούντα δοχεία οι σκέψεις που προκύπτουν από το βίωμα και εκείνες που μετουσιώνονται σε έκφραση δημιουργική, περιγράφουν με λόγια τα καταρρέοντα ανθρώπινα και εγκαθιδρύουν μια νέα έκφραση, στην οποία σημασία δεν έχουν οι λέξεις αλλά το feeling όπως ομολογεί ένας ακόμη ήρωας του βιβλίου, ο Alan.
Αυτό το feeling είναι που πασχίζει να αποτυπώσει στα έργα της η Καραπάνου η οποία δεν επιδιώκει τις βαρύγδουπες εκφράσεις, αλλά μέσα από απλά υλικά, απλό λεξιλόγιο, απλές καθημερινές εικόνες, απλές, λιτές ατάκες που συμπυκνώνουν την τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου και του σύγχρονου πολιτισμού, καταφέρνει να απογυμνώσει και να αποκαλύψει όλα όσα υποδόρια ενεργούν και μετατρέπουν την ανθρώπινη ζωή σε μια δράση δίχως ουσία, σκοπό και δύναμη αυτοπραγμάτωσης.
Ο «Υπνοβάτης» καταλήγει επομένως να είναι μια έκκληση βοήθειας σε έναν νέο Μεσσία που δεν είναι άλλος από τον σύγχρονο, σαθρό άνθρωπο. Μεσσίας του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο εαυτός του. Μόνο αυτός μπορεί να φρενάρει ετούτη την ανείπωτη κατρακύλα που απειλεί την ανθρώπινη οντότητα, την πνευματικότητά του και κατ’ επέκταση την τέχνη του. Ένα βιβλίο για όσους αντέχουν τις αλήθειες, και μπορούν να διαβάζουν πέρα απ’ τις λέξεις…