Τα άγρια πάθη της Γιοκναπατάουφα

Από τα πέτρινα θεωρεία μιας γης γεμάτης κάκαδα λάσπης, αλλά και ευφάνταστα τελετουργικής, ο Γουίλιαμ Φώκνερ στέκει και επισκοπεί τα έργα και τις ημέρες των κατοίκων της κομητείας Γιοκναπατάουφα. Κτίστης και γεννήτορας και κάτοχος αυτής της φανταστικής μυρμηγκιάς ανθρώπων του αμερικανικού Νότου που ζει με μιαν αύρα ζωώδους μυστικισμού, άγριας χαράς, πλούσιων ορμέμφυτων και βέβηλων παθών.

Ο κόσμος του Φώκνερ, ολότελα προσωπικός και για τούτο λογοτεχνικά ιδιάζων, είναι το απείκασμα εκείνου που και ο ίδιος έζησε από μικρός. Όμως έχει υποστεί πολλαπλές διαχύσεις, έτσι που ο πυρήνας του να φέρει το μοναδικό και αναλλοίωτο –εντελές– φως μιας εσωτερικής ζωής γεμάτης συμβολισμούς και μυθικές φόρμες.

Οι Σαρτόρις, οι Κόμπσον, οι Σάπτεν και οι Μπάντρεν: γενιές ολάκερες που ο βίος τους πέρασε μέσα από τα βιβλία του Φώκνερ με έναν τρόπο που μέχρι εκείνη τη στιγμή ελάχιστοι είχαν αποπειραθεί να το πράξουν. Με τη σκαπάνη του αγαπημένου του μοντερνισμού, βυθίζει τη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής του Νότου (τραχιά, παρορμητική, γεμάτη προκαταλήψεις) σε ένα ρεσιτάλ μαγείας, συμβόλων και σαγήνης.

Στον «Ξένο στο χώμα» συναντούμε έναν ώριμο Φώκνερ που πλέον συλλειτουργεί με τη φόρμα του, που διαθέτει το απαραίτητο «έρμα» για να μην παρεκκλίνει του σκοπού του να ερμηνεύσει τους ανθρώπους, την άγρια φύση και τα γεγονότα, μέσα από τον παραισθητικό καθρέφτη της γραφής του.

Το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1948, έναν χρόνο πριν από τη βράβευσή του με το Νόμπελ, ενώ έναν χρόνο μετά την έκδοσή του έγινε ταινία από τον σκηνοθέτη Κλάρενς Μπράουν.

Διόλου παράξενο, καθώς πρωτοεπίπεδα φέρει όλα εκείνα τα στοιχεία της αστυνομικής πλοκής –με ψήγματα θρίλερ– που μπορούν να φτιάξουν μια ταινία μαζικού ενδιαφέροντος. Όμως ο Φώκνερ δεν έχει σκοπό να παίξει με τους όρους της αστυνομικής λογοτεχνίας (αν και έχει αποπειραθεί κι άλλες φορές με το είδος): το μέλημά του είναι να καταδείξει τα ρατσιστικά πάθη και τις δολιότητες των λευκών (με το άλλοθι μιας Νομοθεσίας ιταμής και μονόπλευρης) έναντι των δούλων μαύρων.

Ήρωας είναι ο άφιλος, πείσμων, αχειραγώγητος, ξεροκέφαλος, ανεξάρτητος, ανάδελφος (όλοι χαρακτηρισμοί που του προσδίδει ο Φώκνερ), Λούκας Μποσάν. Ένας μαύρος που τον στενεύει η κοινωνική του φορεσιά και την αρνείται, όχι όμως δίχως κάποιο τίμημα. Κατηγορείται πως σκότωσε έναν λευκό και μάλιστα όχι έναν τυχαίο, αλλά το νεαρό μέλος μιας οικογένειας απατεώνων που είναι ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Σύμμαχός του είναι ένα νεαρό παιδί –λευκός–, ο Τσαρλς Μάλισον που χρωστάει μια παλιά χάρη στον Μποσάν και ο δικηγόρος θείος του. Σκοπός του παιδιού είναι να αποδείξει πως ο φονιάς είναι άλλος.

Όντως, πρόκειται για μια κλασική περίπτωση αδερφοκτονίας με κίνητρο το κέρδος. Και πάλι: η αστυνομική πλοκή, καίτοι δεν είναι αναιμική, δεν λειτουργεί ως πυρήνας του μυθιστορήματος.

Ο Φώκνερ, μέσω του Τσαρλς, σκιαγραφεί έναν κόσμο φτιαγμένο πάνω στην αδικία, την εσωτερική ερήμωση, την ταπείνωση και την επιβολή του ισχυρού. Ο νεαρός πρωταγωνιστής βιώνει ένα ουσιαστικό ταξίδι ενηλικίωσης και μη αποδοχής της στρεβλής πραγματικότητας.

Ο αναγνώστης καταδύεται σε έναν κόσμο στον οποίο η λογική, το παράλογο, η εσωτερική αφήγηση και η παραίσθηση μοιάζουν να έχουν κοινή ρίζα. Με λαβυρινθώδεις, σχοινοτενείς και άκρως μακροπερίοδες προτάσεις και με σημεία στίξης να χάνονται στην έρημο των λέξεων, το κείμενο λάμπει, αρκεί να ανακαλυφθεί. Η γραφή του Φώκνερ, πειραματική το δίχως άλλο, λειτουργεί πληθυντικά και εξωλεκτικά: περιλαμβάνει και αποζητά ένα πλήθος αισθήσεων για να διαβαστεί σωστά.

Ο Γουίλιαμ Φώκνερ έχει μεταφραστεί πολλάκις στα μέρη μας. Άλλοτε με μαστοριά παλιοκαιρίτη τεχνουργού κι άλλοτε με πιστή –άρα δυσπερίγραπτη και αίφνης ανέμπνευστη– μετάφραση. Ακόμα και σήμερα το επικό «Η βουή και η μανία», από τον ρέκτη και παθιασμένο με τις λέξεις, Παύλο Μάτεσι, στέκει ως σημείο αναφοράς. Ο Αύγουστος Κορτώ παίρνει τη σκυτάλη σ’ αυτόν τον «αγώνα» (εν πολλοίς δύσβατο) να μεταδώσει τον φωκνερικό κόσμο σε απτά ελληνικά.  Έργο διόλου ευκαταφρόνητο και εν συνόλω επικίνδυνο. Και τούτο διότι μεταφράζοντας τον Φώκνερ δεν έχεις να αντιπαρατεθείς μόνο με τον τραχύ παλμό των λέξεών του, αλλά με έναν ολόκληρο κόσμο: κρυπτικό, πολυδαίδαλο, σημασιολογικό και απρόσβλητο.