Το σατιρικό ληστρικό μυθιστόρημα με τον ρομαντικό τίτλο, του Γάλλου δημοσιογράφου και συγγραφέα Εντμόντ Αμπού -το οποίο διαδραματίζεται στα 1857, ήτοι είκοσι μόλις χρόνια από την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους μετά τον απελευθερωτικό πόλεμο-, είναι θρυλικό: όχι μόνο για τη θεματολογία του, τον βίο και την πολιτεία ενός πανίσχυρου και εκκεντρικού ληστή, αλλά και επειδή έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένως από την έκδοσή του έως σήμερα ως μισελληνικό, και όχι μόνο από τους Έλληνες. Το διαχρονικό ερώτημα που προκύπτει όμως είναι το εξής: Μπορεί η σάτιρα να θεωρηθεί μίσος; Και σε αυτό μόνο ο αναγνώστης μπορεί να απαντήσει, αφού διαβάσει την περιπετειώδη και αρκετά διασκεδαστική ιστορία που αφηγείται ένας όμηρος του ληστή στον συγγραφέα: ο Αμπού την καταγράφει, όπως ισχυρίζεται στην αρχή του βιβλίου, κατόπιν επιθυμίας του παθόντα.

Λίγα λόγια για την πλοκή: ένας νεαρός Γερμανός βοτανολόγος ζητά από τον Αμπού να καταγράψει τη μαρτυρία του για τα δεινά που πέρασε, μαζί με δύο Αγγλίδες αριστοκράτισσες, μητέρα και κόρη, όταν βρέθηκε όμηρος για λύτρα στα χέρια του διαβόητου ληστή της Αττικής Χατζησταύρου. Μέσα από την αφήγηση αυτή αναδύεται η εικόνα μιας Αθήνας ως πρωτεύουσας μιας ημιάγριας ακόμα χώρας που προσπαθεί να γίνει πολιτισμένο έθνος. Η μορφή του Χατζησταύρου, καθαρά μυθική και σχεδόν γοητευτική όπως την πλάθει ο συγγραφέας, συνδυάζει ακριβώς και τα δύο αυτά στοιχεία: ο Χατζησταύρος ληστεύει χωρικούς και αστούς, Έλληνες και ξένους, διαπράττει βιαιότητες ακραίες ώστε να εμπνέει τον φόβο, ενώ ταυτόχρονα επενδύει τα χρήματά του σε αγγλικές επιχειρήσεις και τράπεζες και φροντίζει για τη μόρφωση της μονάκριβης κόρης του. Με τους άντρες της χωροφυλακής είναι περίπου αδερφοποιτός ενώ συνεργάζεται με Έλληνες πολιτικούς που τον χρησιμοποιούν για τις «βρομοδουλειές» τους εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων.

Το πώς εξελίσσεται η περιπετειώδης αυτή υπόθεση ομηρίας, γεμάτη απρόοπτα και ανατροπές που πράγματι κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος, είναι ίσως σε αυτή την περίπτωση το δευτερεύον. Το βασικότερο θέμα του βιβλίου, τουλάχιστον για έναν Έλληνα αναγνώστη, είναι νομίζω να απαντηθεί το ερώτημα εάν είναι πράγματι προϊόν μισελληνισμού. Κατά την προσωπική μου άποψη, η απάντηση είναι όχι. Η σατιρική και ιδιαιτέρως καυστική πένα του Αμπού, δεν χαρίζεται σε κανέναν, σε όποιο έθνος κι αν ανήκει. Ειρωνεύεται στην εισαγωγή του βιβλίου ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό ως συγγραφέα, όπως και τη συγγραφική «φάρα» εν γένει: «Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο συμπαθούμε εκείνους που έκαναν τον κόπο να ξεδιαλύνουν ό,τι ακαταλαβίστικο γράψαμε». Επομένως ναι, η σάτιρά του είναι ανελέητη, και ναι ίσως παραείναι αυστηρός με ένα έθνος που πέρασε από 400 χρόνια σκλαβιάς και προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ξανά, αλλά μισέλληνας δεν είναι. Ακόμα και στις περιγραφές του «κακού» της ιστορίας, του Χατζησταύρου, αλλά των άλλων ληστών που τον συντροφεύουν, διαφαίνεται ένα είδος θαυμασμού. Οι ληστές του Αμπού σίγουρα δεν είναι ευγενείς άγριοι, είναι όμως άγριοι που κάποτε υπήρξαν και μπορούν να ξαναγίνουν ευγενείς.

Η γοητεία που του ασκεί το αττικό τοπίο, που σχεδόν «βλέπουμε» μέσα από τις ολοζώντανες περιγραφές, αλλά και το γεγονός ότι είναι σε θέση να διακρίνει καθαρά εκείνη τη ρίζα του ελληνικού πολιτισμού που έμεινε ζωντανή μέσα από τα δεινά της σκλαβιάς, νομίζω ότι απαντούν επίσης αρνητικά στις κατηγορίες για μισελληνισμό. Όμως όπως είπαμε και στην αρχή αυτού του σημειώματος, ο κάθε αναγνώστης μπορεί να έχει τη δική του απάντηση, αφού διαβάσει το βιβλίο…