«”Ήμουν γνωστός ως ο τραγουδιστής του Άουσβιτς. Όχι μόνον ανάμεσα στους άλλους φυλακισμένους. Με πλησίαζαν οι Ες Ες. ‘Τραγουδιστή, γέμισες πέτρες το καρότσι;’ ‘Ναι.’ ‘Τότε έλα εδώ και πες μας ένα τραγούδι.’ Ήθελαν να τους λέω ιταλικά τραγούδια” αφηγούνταν ο Εστρόγκο στον Ματίας Στάουσμπεργκ του taz Magazin. Και πάλι περιέγραφε καταλεπτώς πώς τον αντάμειβαν για το τραγούδι του: “Έπειτα είχε ψωμί, αλλά όχι στο χέρι. Πεταμένο στο χώμα, όπως στα σκυλιά. Τραγουδούσα για τους κάπο, τραγουδούσα για τους γιατρούς του στρατοπέδου, για τους άνδρες των Ες Ες. Γι’ αυτό μου πέταγαν ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό με κρατούσε στη ζωή. Έτσι επέζησα στο Άουσβιτς. Μόνο χάρη σε αυτό”» (σελ. 54)

Ένα από τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2017 (όπως αναγράφεται στο εσώφυλλο της έκδοσης), «Ο τραγουδιστής του Άουσβιτς» της Κατερίνας Οικονομάκου, διατρέχει τη ζωή ενός Έλληνα εβραίου, επιζώντα των στρατοπέδων θανάτου. Συνολικά 46.091 Θεσσαλονικείς οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου. Άγνωστη εν πολλοίς η ιστορία του Εστρόγκο Ναχάμα, αφού σπάνια μιλούσε, ακόμη και στους οικείους του, για την περίοδο εκείνη της ζωής του, ενώ οι γραπτές πηγές για την παρουσία του στο υποστρατόπεδο Γκόλεσαου του Άουσβιτς είναι ελάχιστες. Έτσι η συγγραφέας ερευνά  πολλές και διαφορετικές πηγές, αρχειακό υλικό, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ, δημοσιεύματα του (ξένου) Τύπου, αναζητεί ανθρώπους που τον γνώρισαν ή συνεργάστηκαν μαζί του, μελετά ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για να αναπαραστήσει το ιστορικό πλαίσιο και χρησιμοποιεί ακόμη και τη διαίσθησή της για να γεφυρώσει τα «κενά» της βιογραφίας του, ιδίως σε ό,τι αφορά τη σχέση του με την Ελλάδα.

Ο Εστρόγκο Ναχάμα στέλνεται στο Άουσβιτς με την ένατη αποστολή προς τα στρατόπεδα θανάτου τον Απρίλιο του 1943. Τον Ιανουάριο του 1945 μεταφέρεται στο Ζάξενχαουζεν και τον Μάιο του 1945 απελευθερώνεται από τον Κόκκινο Στρατό. Μένει «προσωρινά» στο Βερολίνο, με την προοπτική να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη και να μάθει τι απέγιναν οι δικοί του. Εκεί θα προσληφθεί ως βοηθός αρχιψάλτη στη συναγωγή της οδού Πεσταλότσι στο (δυτικό) Βερολίνο. Θα γνωρίσει τη Λίλλι, θα παντρευτούν και θα αποκτήσουν έναν γιο. Το 1951 θα λάβει ένα τηλεγράφημα του Ερυθρού Σταυρού που τον ενημερώνει ότι ο πατέρας και οι τρεις αδελφές του πέθαναν στο Άουσβιτς. Ο Εστρόγκο θα μείνει στη Γερμανία όλη του τη ζωή και δεν θα επιστρέψει ποτέ στην Ελλάδα. Θα συμβάλει στην αναγέννηση της εβραϊκής κοινότητας του Βερολίνου και θα αναδειχθεί σε σπουδαίο κάντορα, ενώ θα δώσει συναυλίες σε πολλές άλλες πόλεις της Γερμανίας και θα συνεργαστεί με χριστιανικές χορωδίες.

Μέσα από 16 κεφάλαια ανασυστήνεται η ιστορία του Εστρόγκο Ναχάμα και η εποχή: από την πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1917 που κατέκαψε το κέντρο της πόλης έως τις βιαιοπραγίες  στον φτωχικό καταυλισμό Κάμπελ τον Ιούνιο του 1931, στο ξέσπασμα του πολέμου και στη συγκέντρωση των εβραίων ανδρών στην πλατεία Ελευθερίας τον Ιούλιο του 1942.  Από τα στρατόπεδα θανάτου έως το Βερολίνο, «μόνος, αλλά ζωντανός». Ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικό Βερολίνο, καθώς ο κάντορας περνούσε ουσιαστικά χωρίς έλεγχο από την άλλη πλευρά του Τείχους. «Ιδιοφυής καλλιτέχνης», «με τις βαλίτσες του έτοιμες;» – «πάντα ξένος» (σελ. 219). Η Θεσσαλονίκη, τελικά,  μια «λευκή κηλίδα στον χάρτη» (σελ. 140) για τον Εστρόγκο. Ένα  κεφάλαιο αναφέρεται στην υπόθεση Μαξ Μέρτεν, του στρατιωτικού διοικητή της κατεχόμενης από τους ναζί Θεσσαλονίκης, υπεύθυνου, μεταξύ άλλων, για τον εκτοπισμό των εβραίων της πόλης, τον οποίο η ελληνική πολιτεία αρνήθηκε να δικάσει.

Η αφήγηση δεν είναι απαρέγκλιτα γραμμική στον χρόνο. Η δημοσιογράφος-συγγραφέας επανέρχεται συνεχώς στις πηγές της για να φωτίσει νέες πτυχές, καταγράφει την αγωνία της για το αν θα βρει ανθρώπους που γνώρισαν και θα θελήσουν να της μιλήσουν για τον Εστρόγκο προτού φύγουν κι αυτοί από τη ζωή. Θέτει ερωτήματα, διατυπώνει υποθέσεις. «Ταλαντευόμενη αδιάκοπα ανάμεσα σε ένα αίσθημα ενοχής και μια αίσθηση ευθύνης» (σελ. 124) προσπαθεί να ανασυστήσει την ιστορία του και μαζί να διασώσει «ένα ψήγμα της αποσιωπημένης συλλογικής ιστορίας της Ελλάδας». Διαβάζοντας την ιστορία του Θεσσαλονικιού αρχιψάλτη της εβραϊκής κοινότητας του Βερολίνου πιστεύουμε ότι το επιτυγχάνει.