«Πέρασαν τόσα χρόνια για να καταλάβω ότι, όσο μακριά και να πας, στο τέλος γυρνάς εκεί που ξεκίνησες» (σελ.9)

Η Γαλλίδα συγγραφέας Annie Thérèse Blanche Ernaux (Ανί Ερνό) είναι μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες συγγραφείς. Γεννήθηκε το 1940 στη Νορμανδία, όπου οι γονείς της διατηρούσαν καφεπαντοπωλείο. Μπήκε στην παιδαγωγική ακαδημία της Ρουέν και πέρασε μεγάλο διάστημα στο Λονδίνο. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Ρουέν και του Μπορντό μοντέρνα λογοτεχνία και δίδαξε σε γυμνάσια και λύκεια στη Γαλλία. Στη συνέχεια εργάστηκε επί 23 χρόνια στο γαλλικό ινστιτούτο National Centre for Distance Education. Το 1974 ξεκίνησε τη μακρά, επίπονη κι ασυμβίβαστη συγγραφική της καριέρα, αρχικά με μυθοπλασία κι αργότερα αφοσιώθηκε σε αυτοβιογραφικά έργα και στον συνδυασμό ιστορικών και ατομικών εμπειριών, άρρηκτα συνδεδεμένων με την κοινωνιολογία. Για το εν λόγω αυτοβιογραφικό αφήγημα που εστιάζει στη σχέση με τον πατέρα της, στην κοινωνική εξέλιξη των γονιών της και στις προσωπικές εμπειρίες μεγαλώνοντας σε μια μικρή πόλη της Γαλλίας, τιμήθηκε, το 1984, με το βραβείο Renaudot. Έχει συγγράψει παραπάνω από τριάντα λογοτεχνικά έργα κι έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία, όπως το Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (Marguerite Yourcenar) το 2011 για τη συνολική της συνεισφορά στα γράμματα. Επίσης, είναι πολύ δραστήρια πολιτική ακτιβίστρια κι έχει δηλώσει έμπρακτα την υποστήριξή της, το 2018, στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία, στο παλαιστινιακό κίνημα αντι-ισραηλινής δράσης Boycott, Divestment and Sanctions, (BDS movement), και στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στο Ιράν από τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους μέχρι σήμερα. Όπως η ίδια δηλώνει, το γράψιμο είναι λυτρωτική δύναμη και μια πολιτική πράξη ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες κι επιχειρεί να σκίσει τα πέπλα της φαντασίας χρησιμοποιώντας τη γλώσσα ως «μαχαίρι». Πολλά έργα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα ελληνικά, κι έχουν μεταφερθεί επιτυχημένα στο θέατρο, στο ραδιόφωνο και στον κινηματογράφο. Τον Οκτώβριο του περασμένου έτους της απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2022 «για το θάρρος και την κλινική οξύτητα με την οποία αποκαλύπτει τις ρίζες, τις αποξενώσεις και τους συλλογικούς περιορισμούς της προσωπικής μνήμης». Είναι η πρώτη γυναίκα συγγραφέας από τη Γαλλία που βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έχει δύο γιους από τον πρώην σύζυγό της και διαμένει σε ένα νέο προάστιο του βορειοδυτικού Παρισιού.

Η συγγραφέας θυμάται -τρία χρόνια αφότου είχε παντρευτεί- τον άντρα της, τον γιο της και την επιτυχία της, τον ανεμόδαρτο Απρίλιο του 1967, στις εξετάσεις για το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας φιλολόγου σε ένα λύκειο της Λιόν. Δυο μήνες αργότερα, το απόγευμα μιας Κυριακής, πέθανε αιφνιδίως ο πατέρας της, στα 67 του χρόνια, λίγο πριν βγει στη σύνταξη. Η ιστορία μας βρίσκει στις αρχές του 20ού αιώνα, στο χωριό Κο της Γαλλίας, όπου ο αγράμματος και πάμφτωχος παππούς της συγγραφέως δούλευε καραγωγέας σε ένα αγρόκτημα μεγαλοκτηματία για όλη του τη ζωή. Η εγγράμματη γιαγιά της δούλευε υφάντρα κατ’ οίκον και απέκτησαν πέντε παιδιά. Πίστευαν ότι η θρησκεία, όπως και η καθαριότητα, τους έδινε αξιοπρέπεια. Ο πατέρας της δούλευε κι αυτός στο αγρόκτημα από το χάραμα ως το βράδυ αλλά ήταν αλέγρος και φιλομαθής. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εγκατέλειψε το αγρόκτημα κι έπιασε δουλειά σε μια σπαγγοποιία. Η μητέρα της, αλέγρα κι αυτή, εργαζόταν σε ένα μικρό εργοστάσιο μαργαρίνης, όταν τον γνώρισε. Όταν παντρεύτηκαν νοίκιασαν ένα δίπατο σπίτι σε  εργατική συνοικία κι άνοιξαν με τις οικονομίες τους ένα μικρό παντοπωλείο. Για να τα βγάλουν πέρα ο πατέρας της έπιασε δουλειά σε ένα εργοτάξιο και στη νυχτερινή βάρδια στα διυλιστήρια. Το 1940, εν μέσω των γερμανικών βομβαρδισμών στη Νορμανδία γεννήθηκε η συγγραφέας και πέντε χρόνια αργότερα είχε μάθει να τραγουδάει τη Μασσαλιώτιδα. Μετά την Απελευθέρωση, κι αφού ο πατέρας της δούλεψε σε ένα συνεργείο που βούλωνε τις τρύπες από τις βόμβες, οι γονείς της βρήκαν μια επιχείρηση καφεπαντοπωλείο-καυσόξυλα-κάρβουνα σε ένα αγροτόσπιτο σε μια προλεταριοποιημένη γειτονιά κι έγιναν μικρομαγαζάτορες σε ένα μπακαλικάκι.

Το βιβλίο ξεκινάει με το σύντομο αλλά πυκνογραμμένο προλογικό σημείωμα της Σοφίας Νικολαΐδου, όπου με περισσή οξύνοια, μας εξηγεί ότι η συγγραφέας μας ψιθυρίζει μια οικεία ιστορία για τους ανθρώπους που μας γέννησαν. Πώς ο γονιός πεθαίνει, γίνεται ανάμνηση, για το τι σημαίνει να είσαι πατέρας, αλλά και να είσαι η κόρη αυτού του πατέρα. Ένα βιβλίο γλυκόπικρο και αληθινό γεμάτο από τις αναμνήσεις των παιδιών που μεγάλωσαν. Η συγγραφέας δεν ήθελε να γράψει ένα καθηλωτικό ή συγκινητικό μυθιστόρημα για τον πατέρα της, παραγεμισμένο με λυρικές αναπολήσεις και θριαμβευτικές επιδείξεις ειρωνείας, αλλά ένα «απλό», «καθαρό» ευσύνοπτο αφήγημα, χρησιμοποιώντας τον ακύμαντο τρόπο υφολογίας που της ταιριάζει εκ φύσεως. Ο ηλικιωμένος, υποχόνδριος κι αγχωμένος ήρωας/πατέρας της, θεωρούσε ύποπτο που η κόρη του ήταν πολύ μελετηρή στο σχολείο, απολάμβανε το διάβασμα, είχε μάθει ήδη μια ξένη γλώσσα (αγγλικά), γνώρισε τους κανόνες υγιεινής, μάθαινε φιλοσοφία, μουσική και γαλλικά και ήταν η μοναδική από τις συνομήλικές της που δεν δούλευε σε χειρωνακτική εργασία. Κάποια στιγμή δεν είχε πια τίποτε άλλο να μάθει από κείνον. Κι έτσι, ένας λόγος που αποφάσισε να γράψει αυτό το αφήγημα ήταν γιατί δεν υπήρχε πια τίποτε να ειπωθεί μεταξύ τους. Με ανεπιτήδευτη, ακατέργαστη αλλά δυνατή, αντικειμενική και ειλικρινή γραφή, η Νομπελίστρια λογοτεχνίας 2022 αποκαλύπτει με σθένος την προσωπικότητα του πατέρα της, αποφεύγοντας δεξιοτεχνικά να παγιδευτεί στην υποκειμενική ματιά της.