Παρελθόν που στοιχειώνει

Ένα βράδυ του 1985 ο δεκαεννιάχρονος Φρανκ Μακέι περιμένει σε μια σκοτεινή γωνιά του δρόμου το κορίτσι του, τη Ρόζι, για να το σκάσουν από την καταθλιπτική γειτονιά που μένουν στο Δουβλίνο. Το σχέδιό τους είναι να πάνε στο Λονδίνο και να αναζητήσουν εκεί μια καλύτερη ζωή, όπου θα είναι ελεύθεροι να ζήσουν μαζί. Η Ρόζι, όμως, δεν εμφανίζεται ποτέ και ο Φρανκ θεωρεί ότι έφυγε μόνη της. Για είκοσι δύο χρόνια ο Φρανκ αποφεύγει να επιστρέψει στη γειτονιά του, στον Τόπο των Πιστών, όπου άλλωστε είναι ανεπιθύμητος, καθώς όχι μόνο την εγκατέλειψε, αλλά έγινε και αστυνομικός. Μια μέρα, όμως, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τη μικρότερη αδερφή του, η οποία του ανακοινώνει ότι βρέθηκε η βαλίτσα της Ρόζι σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι της γειτονιάς. Ο Φρανκ αρχίζει να ερευνά την υπόθεση και δεν αργεί να βρει το πτώμα μιας κοπέλας θαμμένο στο υπόγειο του εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Ο Φρανκ αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι πιθανόν η Ρόζι να μην τον εγκατέλειψε, αλλά να έπεσε θύμα ενός δολοφόνου.

Αυτή είναι η υπόθεση του αστυνομικού μυθιστορήματος της Ιρλανδής Tana French, η οποία είναι δημιουργός της σειράς μυθιστορημάτων Dublin Murder Squad. Σε κάθε μυθιστόρημα ο κεντρικός χαρακτήρας είναι διαφορετικός, αλλά εμφανίζονται χαρακτήρες από τα άλλα μυθιστορήματα της σειράς σε δευτερεύοντες ρόλους. Στον «Τόπο των Πιστών» η συγγραφέας δημιουργεί έναν κεντρικό χαρακτήρα στοιχειωμένο από μια αυτοκαταστροφική οικογένεια και την απουσία του πρώτου του έρωτα. Η ενήλικη ζωή του έχει καθοριστεί από την απέχθεια που αισθάνεται για την οικογένειά του και την αδυναμία του να συνδεθεί συναισθηματικά με τους κοντινούς του ανθρώπους. Εξαίρεση αποτελεί η εννιάχρονη κόρη του, την οποία λατρεύει και προσπαθεί με κάθε τρόπο να προστατέψει από τις ασχήμιες της ζωής. Η ανακάλυψη της βαλίτσας, όμως, και αργότερα του πτώματος ανατρέπουν όσα θεωρεί δεδομένα στη ζωή του και τον αναγκάζουν να επιστρέψει στο μέρος που μισεί, να συναντήσει ανθρώπους που τον έχουν πληγώσει (τον αλκοολικό και βίαιο πατέρα, την αυστηρή και γεμάτη πικρία μάνα, τα αδέρφια που άφησε πίσω του) και να ψάξει για έναν δολοφόνο που επί είκοσι δύο χρόνια θεωρούσε ότι είχε γλιτώσει.

Εκτός από το άψογα δεμένο μυστήριο η συγγραφέας καταφέρνει να παρουσιάσει με ζωντανά χρώματα την ίδια τη γειτονιά που μισεί ο Φρανκ. Μια φτωχογειτονιά που δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου στο πέρασμα των χρόνων, με ανθρώπους που έχουν αναγκαστεί να κάνουν συμβιβασμούς, που σχεδόν προσπαθούν να βγάλουν τον χειρότερο εαυτό τους. Με αυτό τον τρόπο δημιουργεί ένα σκοτεινό και ασφυκτικό κλίμα που εξηγεί την ανάγκη του Φρανκ και της Ρόζι να εξαφανιστούν. Η επιλογή της συγγραφέως να ορίσει τον πρωταγωνιστή της ως αφηγητή συνδράμει στο κλίμα της απελπισίας και της ανάγκης για λύτρωση. Ο πολλές φορές ειρωνικός και σαρκαστικός λόγος, η αφήγηση των αναμνήσεών του, η σκληρή και καθημερινή γλώσσα δίνουν μια έντονη δυναμική σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που, εκτός από το μυστήριο που παρουσιάζει, σκαλίζει οικογενειακές πληγές, πληγές που δεν κλείνουν, ακόμα και όταν ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να τις θάψει, να τις αγνοήσει.