Ο λίβελος και η προδοσία του αίματος
Ο Αλόν Χιλού γεννήθηκε το 1972 στη Γιάφα του Ισραήλ. Σπούδασε νομικά και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά του Ισραήλ και θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί στην ισραηλινή κρατική ραδιοφωνία. «Ο θάνατος του μοναχού» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και έχει μεταφραστεί (εκτός από τα ελληνικά) στα αγγλικά, τα ολλανδικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά.
Το 1840, ο νεαρός Ατσλάν Φάρχι ζει στην ασφάλεια της εύπορης οικογένειάς του, στην εβραϊκή συνοικία της Δαμασκού. Αν και πρωτότοκος γιος, στερείται της αγάπης του αυστηρού πατέρα του, ίσως λόγω του αδύναμου κορμιού και του υπερευαίσθητου χαρακτήρα του. Η φιλάρεσκη μητέρα του τον αφήνει, αν δεν τον προτρέπει κιόλας, να ντύνεται σαν κορίτσι στο δωμάτιό της, όταν ο άνδρας της λείπει από το σπίτι, αλλά και δεν διστάζει να τον παραδίδει στο μαστίγιο του πατέρα, όταν η αδελφή και ο αδελφός του παραπονιούνται για τη συμπεριφορά του. Καθώς μπαίνει στην εφηβεία και το κορμί του μετασχηματίζεται σε ανδρικό, ο Ατσλάν έλκεται όλο και περισσότερο από τους άνδρες. Σε ηλικία 15 ετών, ωστόσο, η οικογένειά του αποφασίζει να τον παντρέψει με την κόρη ενός φτωχού ραβίνου για λόγους σκοπιμότητας. Απρόθυμος να μοιραστεί το συζυγικό κρεβάτι, ο Ατσλάν περιπλανιέται στη Δαμασκό. Σε ένα καφενείο ανάμεσα στη χριστιανική και τη μουσουλμανική συνοικία γνωρίζει τον καπουτσίνο μοναχό Τομάσο, ο οποίος καυχάται για τις σεξουαλικές επιδόσεις του. Ο νεαρός υποκύπτει, αλλά με το τέλος της ερωτικής πράξης ο μοναχός πεθαίνει κι ο Ατσλάν διατρέχει τον κίνδυνο όχι μόνο να θεωρηθεί ένοχος για το θάνατο του Τομάσο, αλλά και να μαθευτεί η συνεύρεσή τους. Αποφασίζει να κόψει σε κομμάτια το νεκρό και να τα ρίξει στο ποτάμι. Όταν διαπιστώνεται η εξαφάνιση του Τομάσο, οι υποψίες πέφτουν στους Εβραίους, αφού, σύμφωνα με ορισμένες φήμες, χρειάζονται το αίμα των χριστιανών για την παρασκευή του άζυμου άρτου μιας εβραϊκής γιορτής – και όχι μόνο γι΄αυτό. Η μαρτυρία του Ατσλάν, μέσα από μία αλυσίδα γεγονότων, είναι καθοριστική. Στο εδώλιο των κατηγορουμένων θα βρεθούν ο πατέρας και οι θείοι του. Η εκτέλεσή τους θα αποφευχθεί μόνο χάρη σε ένα ανέλπιστο γύρισμα της Ιστορίας.
Έχοντας μελετήσει τα πραγματικά γεγονότα για το «λίβελο του αίματος» που αποδόθηκε στους Εβραίους της Δαμασκού το 1840, μετά την εξαφάνιση του καπουτσίνου μοναχού Τομάσο και του μουσουλμάνου υπηρέτη του Ιμπραήμ Άμαρα, ο Χιλού γράφει ένα μυθιστόρημα σε μορφή μαρτυρίας ή «ομολογίας». Αφηγητής είναι ο Ατσλάν, πενήντα χρόνια μετά, γέρος και άρρωστος, απομονωμένος σε ένα μοναστήρι στο Όρος του Λιβάνου. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται ωστόσο, ακόμα και μέσα στην ίδια παράγραφο, με την τριτοπρόσωπη, υπογραμμίζοντας, ίσως, το δισυπόστατο του ήρωα: νεαρός, διψασμένος για πατρική αγάπη, επιρρεπής στα πάθη του, τρυφερός κι ερωτευμένος, αλλά και ενήλικας, με πλήρη συναίσθηση των πράξεών του και των συνεπειών τους. Σε κάθε κεφάλαιο, υπάρχει και μία παράγραφος στην οποία ο αφηγητής απευθύνεται στο νεαρό βοηθό του που «γράφει» το βιβλίο. Αλλά και οι «παρεμβάσεις» του συγγραφέα, ιδίως προς το τέλος, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τον ιστορικό περίγυρο. Ως φυσική κατάληξη ακολουθεί το επίμετρο, στο οποίο ο Χιλού αναφέρει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ποια στοιχεία του μυθιστορήματος είναι πραγματικά και ποια επινοημένα.
Στην επινόηση της ομοφυλοφιλίας του ήρωά του επικεντρώνεται και η δική μας κριτική, γιατί θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποτρέψει έναν Έλληνα αναγνώστη: θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι ο Ατσλάν έγινε προδότης της οικογένειας και της φυλής του, επειδή δεν μπορούσε να συγκρατήσει το πάθος του για τους άνδρες. Η αφήγηση της ιστορίας από αυτήν κυρίως την πλευρά του χαρακτήρα του αποτελεί αδυναμία του βιβλίου, γιατί αφήνει στο σκοτάδι κάποιες άλλες εν δυνάμει πτυχές μιας μυθιστορηματικής προσωπικότητας. Το μυθιστόρημα του Αλόν Χιλού αξίζει όμως να διαβαστεί και μάλιστα με προσοχή γιατί λέει πολλά για τον κατατρεγμό και την ιδιοσυγκρασία των Εβραίων, το ρόλο των θρησκευτικών προλήψεων και των δεισιδαιμονιών, αλλά και τα ανθρώπινα πάθη και την αναζήτηση της αγάπης.