Και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως
Στο ενδιάμεσο του γνωστού στίχου του Κάλβου στέκει η πραγματικότητα – εικονική, μη ρεαλιστική, προκατασκευασμένη. Ο άνθρωπος και το πεπρωμένο του, η αβαρής προσωπικότητά του που αναζητεί ένα λογικό σχήμα ύπαρξης, μια αιτία για όσα του συμβαίνουν. Ο πυρήνας του έσχατου βιβλίου του Δημήτρη Σωτάκη, «Ο θάνατος των ανθρώπων», δεν θα μπορούσε παρά να κινείται πάνω σε ένα υπαρξιακό σχοινί, άλλοτε επικίνδυνα ταλαντευόμενο και άλλοτε φτιαγμένο για να περπατηθεί μέχρι τέλους. Από το « Ο άνθρωπος Καλαμπόκι» έως και «Το θαύμα της αναπνοής», ο Σωτάκης έχει δείξει με τρόπο έκδηλο την πρόθεσή του να στήνει κόσμους οντολογικής αναζήτησης. Το ρεαλιστικό εμπλέκεται άμεσα με το μη συμβατικό, το υπαρξιακό με το μυθιστορηματικό. Η συγγραφική του επιδεξιότητα, να κινείται δηλαδή σε συγκεκριμένα βάθη, στον «Θάνατο των ανθρώπων» χτυπάει… κέντρο.
Στην επινοημένη Θάλχη (έχουν ιδιαίτερη αξία ακόμα και τα ονόματα που επιλέγει ο Σωτάκης), ένα χωριό μακάριας ευτυχίας, ενσκήπτει ένα περίεργο θανατικό. Πρώτα τα ζώα και εν συνεχεία άνθρωποι του χωριού «λειώνουν» από τον πυρετό και εξήγηση δεν μπορεί να δοθεί. Η περιβόητη ευζωία της Θάλχης σκιάζεται από την απόκοσμη όψη της σκληρής πραγματικότητας. Κεντρικός αφηγητής των συμβάντων είναι ο νεαρός Μάριος, ο οποίος, ομοίως με τους συγχωριανούς του, βλέπει το κέντρο βάρους της ζωής του να μετατοπίζεται ραγδαία, από τη μακαριότητα στο βαθύ υπαρξιακό ερώτημα «τι μας συμβαίνει;». Η καταβύθιση του Μάριου στα έγκατα του εαυτού του, με σκοπό να βρει πειστικές απαντήσεις για όσα του συμβαίνουν, κινητοποιεί ολόκληρο το μυθιστόρημα. Τα πάντα σκιαγραφούνται στο βιβλίο με τρόπο ευμετάβλητο: οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του, οι περιδινήσεις του γύρω από τα αινίγματα που εμφανίζονται μπροστά του, ο αναπόφευκτος απομονωτισμός του (ακόμα και η αγαπημένη του Δέσποινα, που ξημεροβραδιάζεται για να γράψει ένα βιβλίο, κάποια στιγμή του φαίνεται ξένη). Οι αμφιβολίες του Μάριου δεν είναι τίποτα περισσότερο από τις αμφισημίες της ζωής. Η αδερφή του και ο άρρωστος άντρας της έφυγαν για την πόλη για να βρουν γιατρειά και έκτοτε αγνοούνται, όλο το χωριό ξεσπάει σε ένα άγριο όργιο χαράς για να ξορκίσει το κακό, η οικογένεια του Μάριου στέκει αποσβολωμένη και ο Μάριος… ο Μάριος κουβαλάει πάνω του όλη την ασθένεια της ύπαρξης. Ψάχνει να βρει κάτι που δεν υπάρχει. Μήπως και ο ίδιος υπάρχει; Πόσο επινοημένη είναι η ζωή ενός ανθρώπου; Με ποιες δυνάμεις, το άτομο, μπορεί να παλέψει την πολλαπλότητα του κόσμου;
Με γλώσσα ρέουσα (απατηλά απλή, αλλά «ύπουλη» στα νοήματά της), ο Σωτάκης στήνει έναν καφκικό χορό. Αναδεικνύει έτσι τη μαστοριά της «απόκρυψης» που τον χαρακτηρίζει ως συγγραφέα. Οι ήρωές του υπονοούν και υπαινίσσονται πολλά περισσότερα από όσα πραγματικά λένε ή πράττουν. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι απαντήσεις δίνονται στην τελευταία σελίδα του βιβλίου. Βέβαια οι απαντήσεις της ζωής δεν δίνονται ποτέ και σε κανέναν, μα αυτό ακριβώς είναι και το καίριο στον «Θάνατο των ανθρώπων». Ο μετεωρισμός, η αμφιβολία, το περίπλοκο της ύπαρξης, η διαρκής αναζήτηση της αλήθειας, η κατασκευή μιας ολόκληρης ζωής δίχως αυτή να υπάρχει επί της ουσίας.
Φιλική συμβουλή: διαβάζεται απνευστί και χωρίς περικοπές…