Γερμανία, αρχές 18ου αιώνα. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, ένας νεαρός ταξιδιώτης φθάνει από το Βερολίνο στο Βανδερβούργο, μια κινητή πόλη με απροσδιόριστες συντεταγμένες, κάπου μεταξύ Σαξωνίας και Πρωσίας. Έχει μαζί του μια βαλίτσα και μια βαριά κασέλα και καταλύει στο πανδοχείο του κυρίου και της κυρίας Τσάιτ στην οδό Παλαιού Λέβητος. Αρχικός σκοπός του είναι να μην μείνει πολύ, αλλά να συνεχίσει για το Ντεσάου. Όμως, το επόμενο πρωί, περνώντας από την Πλατεία της Αγοράς, το σημείο όπου συρρέουν όλοι οι δρόμοι της πόλης, η μουσική ενός ηλικιωμένου οργανοπαίχτη, που συνοδεύεται πάντα από τον μαύρο σκύλο του, τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη. Ο Χανς κάνει παρέα με τον οργανοπαίχτη και τους φίλους του, τον Ράιχαρτ και τον Λάμπεργκ, και η αναχώρησή του αναβάλλεται από μέρα σε μέρα. Δεν θ΄αργήσει να γνωρίσει τον κύριο Γκότλιμπ κα την κόρη του Ζοφί, η οποία θα τον προσκαλέσει στο  Σαλόνι που διοργανώνει κάθε Παρασκευή στο σπίτι τους στην οδό Ελάφου. Οι τακτικοί συμμετέχοντες στο Σαλόνι είναι ο καθηγητής Μίτερ, ο εμπορομεσίτης κύριος Λεβίν και η σύζυγός του, η χήρα κυρία Πιετσίνε, ο Ισπανός, πολιτογραφημένος Βανδερβούργιος, Άλβαρο ντε Ουρκίχο. Κι εκεί, ανάμεσα σε λογοτεχνικές-φιλοσοφικές-πολιτικές συζητήσεις, κοινωνικές φιλοφρονήσεις και υπαινιγμούς θα ανθήσει ο έρωτας. Όμως η Ζοφί είναι αρραβωνιασμένη με τον Ρούντι, της αριστοκρατικής οικογένειας Βίλντερχαους, και ο πατέρας της έχει επενδύσει πολλά στον επικείμενο γάμο. Όσο για την ίδια, ανήσυχο πνεύμα, καλλιεργημένη αλλά και αφυπνισμένη ερωτικά, δεν είναι ακόμη εντελώς σαφές αν είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τα πάντα για τον Χανς, παρ ΄όλο που ο γάμος, όπως και η αναχώρηση του Χανς για το Ντεσάου, μετατίθεται μέσα της διαρκώς.

Κι εκεί, σωτήρια, εμφανίζεται η …μετάφραση. Μέσα στο πάθος του ενός για τον άλλον, ο Χανς προτείνει στη Ζοφί να δουλέψουν μαζί τις μεταφράσεις του. Γιατί ο Χανς, εκτός από ταξιδιώτης, είναι μεταφραστής∙ απ΄αυτό ζει. Και η βαριά κασέλα του, το περιεχόμενο της οποίας δεν αφήνει κανέναν (ούτε τη Ζοφί) να δει, περιέχει, μεταξύ άλλων, τα εργαλεία του μεταφραστή: (μεταξύ άλλων) λεξικά, γραμματικές, μεταφράσεις των έργων σε άλλες γλώσσες.

«Σ’ αυτές τις τέσσερις ώρες που διέθεταν μόνοι τους τρεις φορές την εβδομάδα, ο Χανς και η Ζοφί περνούσαν απ΄ τα βιβλία στο κρεβάτι κι απ΄ το κρεβάτι στα βιβλία, εξερευνώντας ο ένας τον άλλον στις λέξεις και διαβάζοντας ο ένας τον άλλον στα σώματα. Έτσι, χωρίς να το΄ χουν προσχεδιάσει, ανέπτυξαν μια κοινή γλώσσα, ξαναγράφοντας ό,τι διάβαζαν και μεταφράζοντας ο ένας τον άλλον. Όσο περισσότερο δούλευαν μαζί τόσο συνειδητοποιούσαν πόσο έμοιαζαν μεταξύ τους ο έρωτας και η μετάφραση, το να κατανοείς έναν άνθρωπο και το να μεταγράφεις ένα κείμενο, το να επαναλαμβάνεις ένα ποίημα σε μιαν άλλη γλώσσα και το να βρίσκεις τις λέξεις για κάτι που νιώθει ο άλλος. Και οι δύο αποστολές εμφανίζονταν ευφρόσυνες αλλά και ατελείς, πάντα έμεναν αμφιβολίες, λέξεις που έπρεπε ν΄ αλλαχτούν, στίχοι ακατανόητοι. Και οι δυο τους είχαν την επίγνωση ότι τους ήταν αδύνατον να κατακτήσουν τη διαφάνεια τόσο ως εραστές όσο και ως μεταφραστές. Πνευματικές, πολιτικές, βιογραφικές και σεξουαλικές διαφορές λειτουργούσαν σαν φίλτρα. Κι όσο πιο πολύ επιχειρούσαν να τις μετριάσουν, τόσο μεγαλύτεροι αναδεικνύονταν οι κίνδυνοι, τα εμπόδια, οι παρερμηνείες. Ταυτόχρονα, όμως, πλάταιναν οι γέφυρες ανάμεσα στις γλώσσες, ανάμεσα στους ίδιους» (σελ. 402).

Με τον έρωτα πια να μην κρύβεται, η μικρή κοινωνία του Βανδεμβούργου αρχίζει τις παρεμβάσεις της – περισσότερο ή λιγότερο έμμεσες. Ο πατέρας της Ζοφί, προσπαθώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στην αγάπη για την ελευθερία της κόρης του και την έγνοια του ως γονιός για το μέλλον της, γίνεται ράκος. Ενώ ο Ρούντι, που την αγαπά πραγματικά, τη «διεκδικεί» από τον Χανς. Παράλληλα, εδώ και κάποιους μήνες, ένας μασκόφορος επιτίθεται σε ασυνόδευτες γυναίκες όταν πέσει η νύχτα. Ο Χανς θα βρεθεί κάποια στιγμή κατηγορούμενος. Πλησιάζει η ώρα των οριστικών αποφάσεων για κείνον και τη Ζοφί.

Μέσα από μια γοητευτική περιπλάνηση στον κόσμο των ιδεών, της ζωγραφικής, της λογοτεχνίας, της μουσικής, ο συγγραφέας μιλάει ουσιαστικά για τον έρωτα, τη γέννηση, το μεσουράνημά του, το τέλος του (για το τελευταίο, και για να μην προδικάζουμε, ας αποφασίσει ο αναγνώστης). Για την Ιστορία, για το ταξίδι και την ανάγκη του ανθρώπου να αισθάνεται και να είναι ελεύθερος .

Σε ένα τέτοιο βιβλίο δεν μπορεί να μην γίνει μια αναφορά στη μετάφραση, την οποία υπογράφει ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Θα πρέπει να επιστρατεύτηκε όλη η επινοητικότητα, η τέχνη αλλά και το κέφι για να μεταφραστεί ένα μυθιστόρημα με τόσες διακειμενικές αναφορές και να διατηρηθεί παράλληλα ένα απαράμιλλο λογοτεχνικό ύφος.

Γι΄ αυτό και ο μεταφραστής παραθέτει  (στο σημείωμα για τη μετάφραση) όλους τους συναδέλφους του που τον συνέδραμαν στη μετάφραση  αποσπασμάτων από λογοτεχνικά έργα.

Παρατίθεται επίσης ένα πολύ χρήσιμο εγκυκλοπαιδικό λεξικό κυρίων ονομάτων, τοπωνυμίων και τίτλων έργων που αναφέρονται στο κείμενο του Αντρές Νέουμαν.