«Μέχρι που είδαμε ότι εμείς, οι μαύροι, ήρθαμε δίχως το παραμικρό. Ήρθαμε γυμνοί: αφήσαμε τα πάντα πίσω μας, επειδή ήρθαμε εμείς πρώτοι. Όσο για τους λευκούς… καταλάβαμε ότι εμείς ερχόμαστε στον κόσμο βιαστικοί – αυτοί, όμως, περιμένουν για όλα τα πράγματα, μην τυχόν κι αφήσουν τίποτα πίσω.»
(σελ. 245)
Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να μην ασχολούμαστε με πράγματα και καταστάσεις που δε μας αφορούν, που εκτυλίσσονται μακριά από το σπίτι ή τη χώρα μας, που δεν αγγίζουν με κάποιο τρόπο τη δική μας καθημερινότητα. Αγνοούμε ή καλύτερα φροντίζουμε να αγνοούμε, όλα εκείνα τα στοιχεία που καταδεικνύουν την ανισότητα, την εκμετάλλευση, τον εξαναγκασμό, τη ληστεία κ.ά. Και είναι σίγουρο, με μαθηματική ακρίβεια, ότι όλα αυτά κάποια στιγμή θα τα πληρώσουμε.
Η Νομπελίστας συγγραφέας Ναντίν Γκόρντιμερ, γεννημένη στη Νότιο Αφρική, καταπιάνεται μ’ ένα ζήτημα που απασχόλησε και στιγμάτισε για 53 χρόνια τη χώρα της, το απαρτχάιντ, που στα ολλανδικά σημαίνει «διάκριση». Ο περιορισμός, η εκμετάλλευση, ο καθορισμός μιας κοινωνίας με βάση τις φυλετικές διακρίσεις και η ανωτερότητα των λευκών έναντι των μαύρων, δημιούργησαν μια κατάσταση που κάποιοι θέλουν να ξεχάσουν, ενώ είναι πολλοί εκείνοι που δεν μπορούν να την αφήσουν πίσω.
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήρωας της Γκόρντιμερ είναι ο Μέρινγκ, ένας λευκός πλούσιος γαιοκτήμονας, ο οποίος απολαμβάνει όλα τα προνόμια των λευκών της Νοτίου Αφρικής. Όλα μοιάζουν ιδανικά μέχρι τη στιγμή που η κατεύθυνση της ζωής του αλλάζει ολοκληρωτικά. Η γυναίκα και ο γιος του τον εγκαταλείπουν, όπως και η ερωμένη του, ενώ οι εργάτες αρχίζουν σταδιακά να αδιαφορούν για τις εντολές και τις επιθυμίες του. Παράλληλα η ξηρασία και στη συνέχεια οι πλημμύρες καταστρέφουν τη γη του. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση ο Μέρινγκ δεν αργεί να αντιληφθεί το αδιέξοδο και ότι μόνο με ριζικές αναθεωρήσεις και μετατροπές μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή.
Το έργο της Ναντίν Γκόρντιμερ είναι επενδυμένο με το ιδιαίτερό της ύφος, ενώ η γλώσσα εμπλουτίζεται από τις τοπικές διαλέκτους των μαύρων. Η απεικόνιση της αγροτιάς και των γενικότερων καταστάσεων της Νοτίου Αφρικής είναι εξαιρετική, καθώς σε όλο το βιβλίο αφήνει να φαίνονται σε δεύτερο πλάνο τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν τόσο τους ανθρώπους της χώρας, όσο και των πιο μικρών κοινωνιών.
Διαβάζοντας το βιβλίο της σπουδαίας συγγραφέως μου δίδεται η αίσθηση ότι η Γκόρντιμερ έχει το χάρισμα να γράφει ακόμα και για το πιο απλό πράγμα με περίτεχνο και ουσιαστικό λογοτεχνικό τρόπο και ύφος, ενώ δεν είναι λίγα εκείνα τα σημεία όπου θυμίζει τον Τζορτζ Όργουελ, μια αποστασιοποιημένη και ταυτόχρονα συναισθαντική ματιά απέναντι στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, αποτυπώνοντας μια κατάσταση που περιγράφει περίτρανα το γκρίζο της ανθρώπινης ύπαρξης.