Παρακολουθώ χρόνια την πορεία του Μάκη Τσίτα και έχω εκφραστεί πολλές φορές δημόσια για το έργο του σε ό,τι αφορά την παιδική λογοτεχνία. Έχω επισημάνει τον υπέροχο τρόπο που προσεγγίζει τους μικρούς αναγνώστες και τα μηνύματα που τους περνάει  τελικά – αβίαστα και αποτελεσματικά. Έχω γράψει και για τα έργα του που απευθύνονται σε μεγάλους, τα πεζά του «Πέντε στάσεις» και «Μάρτυς μου ο Θεός», εντοπίζοντας ενδιαφέροντα στοιχεία, τεχνικές και προεκτάσεις, αποδεικνύοντας κάθε φορά πως ο Τσίτας είναι ένας συγγραφέας πολύπλευρος, ευφάνταστος και κυρίως ουσιαστικός.

Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα στον πρόλογο κι ας μου συγχωρεθεί το προσωπικό ύφος – είναι επειδή, όπως προανέφερα, γνωρίζω ενδελεχώς το έργο του. Παραπέμπω τους αναγνώστες να ανατρέξουν στα κείμενά μου που τον αφορούν και υπάρχουν στη βάση της βιβλιονέτ. Στη συνέχεια της επαφής μου με το έργο του, είμαι στην ευχάριστη θέση να πω πως ήρθε η ώρα να συνδεθώ μαζί του και με την άλλη μου ιδιότητα, αυτή του θεατρολόγου, αφού κρατώ στα χέρια μου τα δέκα του μονόπρακτα που κυκλοφορούν σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση από την Κάπα Εκδοτική και φέρουν τον γενικό τίτλο «Ο στρατηγός κάνει φασαρία στην πλατεία».

Πιο αναλυτικά, πρόκειται για διαλόγους που κινούνται στο φάσμα του «παράλογου» και θυμίζουν Ιονέσκο, αλλά δεν θα ήταν καθόλου άστοχο να πούμε πως αντιστοιχούν υφολογικά στο κλίμα της σύγχρονης εποχής, η οποία είναι διαποτισμένη από στοιχεία σουρεαλισμού και παραλόγου.

Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο συνάδουν με τον τίτλο, αλλά και με το περιεχόμενο του βιβλίου και έχουν ρόλο συμπληρωματικό με αυτά. Γεμάτος έπαρση ο «στρατηγός» φαίνεται να υπερηφανεύεται και να έχει τη διάθεση για φωνασκίες. Τι συμβαίνει, όμως, με την ψυχή του; Ο άνθρωπος συχνά παρουσιάζεται διττός. Αλλιώς δείχνει εξωτερικά, αλλιώς νιώθει μέσα του και αυτό είναι κάτι σύνηθες στον καιρό μας.

Θα προβώ σε σύντομα σχόλια για την κάθε μία από τις ιστορίες του Τσίτα. Η πρώτη φέρει τον τίτλο «Ο στρατηγός και τα πορτοκάλια». Ένας κύριος κι ένας νεαρός συνομιλούν ή καλύτερα προσπαθούν να επικοινωνήσουν, όμως αυτό, στην αρχή τουλάχιστον, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο. Όπως άλλωστε συνέβαινε πάντα με τους ανθρώπους – ιδιαίτερα, όμως, στις μέρες μας που, λόγω του πλουραλισμού στις ιδέες και στις στάσεις ζωής, πολλές φορές η αληθινή επικοινωνία μοιάζει ακατόρθωτη. Είναι υπέροχο όταν τελικά βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος, κυρίως ανάμεσα στους νέους και τους μεγάλους, δεδομένου ότι υπάρχει και το αξεπέραστο χάσμα των γενεών.

«Η φασαρία» είναι η δεύτερη ιστορία, μιας ηλικιωμένης και του συζύγου της οι οποίοι «φαγώνονται» διαρκώς μεταξύ τους, μουρμουράνε και καμώνονται πως εχθρεύονται ο ένας τον άλλο, όμως τελικά –έπειτα και από την εισβολή ενός νεαρού– βρίσκουν πάλι τον τρόπο να συνυπάρξουν όπως έκαναν πάντα, αφού η σχέση τους άντεξε στον χρόνο. Το μυαλό μου τρέχει στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, τους γνωστούς ήρωες του Μπέκετ από το Περιμένοντας τον Γκοντό, που μέσα από παιχνιδίσματα άλλοτε μαλώνουν άλλοτε αγαπιούνται και επιδεικνύουν μια αντιφατική συμπεριφορά που πηγάζει από τη διαρκή εναλλαγή διαφορετικών συναισθημάτων και διαθέσεων.

«Στην πλατεία», μια κυρία μονολογεί για τη ζωή της, αλλά έχει φροντίσει να έχει ακροατή στον μονόλογό της αυτό. Συχνά οι άνθρωποι σήμερα μονολογούν ο καθένας μόνος του, οπότε ακούμε πολλούς παράλληλους μονολόγους, ενώ απουσιάζουν οι καίριοι διάλογοι. Επίσης, είναι σίγουρα ψυχοθεραπευτικό κανείς να μοιράζεται τις σκέψεις του –κυρίως τις αρνητικές, να τις βγάζει από μέσα του και να ηρεμεί.

Στο τέταρτο μονόπρακτο με τίτλο «Αξιότιμε κύριε Υπουργέ», μια γυναίκα γεμάτη απόγνωση επιμένει να γράφει ένα γράμμα στον Υπουργό με ποικίλα ζητήματα που γι’ αυτήν είναι ζητήματα ζωής και θανάτου κα συνδέονται με τη μοναξιά που βιώνει.

Στη «Σαπουνόπερα», δύο φίλες, η Κυριακούλα και η Δέσποινα, δύο ηλικιωμένες 65 και 70 χρόνων, περνάνε την ώρα τους κολλημένες στην τηλεόραση. Το θέμα είναι ότι ζουν μέσα από τα σίριαλ που βλέπουν, λες κι είναι αυτά η μόνη απόλαυση, αλλά και η μόνη ουσία στη ζωή τους. Κι αυτό βγαλμένο από τη ζωή, αφού η τηλεόραση αποτελεί πάντα τη μόνιμη συντροφιά των ηλικιωμένων, οι οποίοι βρίσκουν σε αυτήν τη φθηνή και πολυμορφική διασκέδαση.

Συναφές είναι και το θέμα της «Τηλεόρασης». Ένα νεαρό ζευγάρι γύρω στα 40 ζει συνεχώς μέσα στο σπίτι και αρκείται στο να βλέπει τηλεόραση, να τρώει πίτσα και να σχολιάζει ταινίες. Αναβάλλουν οι άνθρωποι συνεχώς να δούνε φίλους και βολεύονται, επιδεικνύοντας μία μοναχική συμπεριφορά, η οποία φαίνεται να είναι επιλογή τους. Δεν είναι σε εγρήγορση, αλλά δίνουν την αίσθηση ότι έχουν συμβιβαστεί με την καθημερινή τους ρουτίνα.

«Η γιορτή» έχει ως θέμα της τη διαρκή αναμονή και έπειτα τη ματαίωση. Είναι σκληρό να γιορτάζουν μόνοι οι άνθρωποι ή γενικά να μην υπάρχει κανένα απολύτως πρόσωπο με το οποίο θα μπορούν ελεύθερα να μοιραστούν τη χαρά τους. Είναι διαχρονική τελικά η ρήση του Αντώνη Σαμαράκη «ποτέ άλλοτε οι στέγες των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά και οι ψυχές τους τόσο μακριά».

«Στην αίθουσα αναμονής» συχνά συναντάμε αγνώστους και μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας. Λέμε για τις ασθένειές μας, για τα συναισθήματά μας, σχολιάζουμε τους γιατρούς και το σύστημα υγείας αναζητώντας μια παρηγοριά, αναζητώντας ανθρώπους να μοιραστούμε ό,τι μας πονάει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους ήρωες αυτού του μονόπρακτου. Ιδιαίτερη μορφή, ο κύριος Ευθυμίου που θυμίζει και αυτός έναν χαρακτηριστικό τύπο ανθρώπου με τα στοιχεία που συγκεντρώνει.

«Το τηλεφώνημα» είναι το προτελευταίο μονόπρακτο του βιβλίου. Το θέμα του είναι η μοναξιά των ηλικιωμένων που μπορεί να ανησυχούν ή να σκέφτονται πως γίνονται βάρος στα παιδιά τους, αλλά δεν έχουν κανέναν άλλο να τους φροντίσει. Πολλά ευαίσθητα ζητήματα συνδέονται με αυτούς που βρίσκονται αντιμέτωποι με την απώλεια που επιφέρει ο θάνατος του/της συντρόφου, τις ασθένειες, τις αρνητικές επιπτώσεις των γηρατειών όχι μόνο σε πρακτικό, αλλά και σε ψυχικό επίπεδο!

Στο μονόπρακτο με τίτλο «Ούτε μέρα», μια γυναίκα με δυσάρεστο παρελθόν βιώνει τη μοναξιά της και αναζητά διέξοδο.

Τα κείμενα του Τσίτα, κάποια από τα οποία είχαν και την τύχη της παράστασης[1] είναι απλά και διαυγή, γεμάτα γλυκόπικρο χιούμορ, αλήθεια και ανθρωπιά. Ο συγγραφέας συνδέει τον ρεαλισμό με στοιχεία σουρεαλιστικά και βάζει τον αναγνώστη σε καταστάσεις ιδιαίτερες. Καταστάσεις που ίσως και ο ίδιος να έχει βιώσει ή να έχει δει γνωστούς ή άλλους συνανθρώπους του να βιώνουν. Η μοναξιά είναι το μεγάλο θέμα, ο συνδετικός κρίκος όλων, ο κοινός νοηματικός άξονας, το πώς ο άνθρωπος προσπαθεί να υπάρξει μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο γεμάτο αστάθεια και πασπαλισμένο με αρκετή παράκρουση.

Πάντα έχει ενδιαφέρον να βλέπουμε πώς ο εκάστοτε δημιουργός φιλτράρει το θέμα του και πώς το δίνει στο κοινό ώστε να το αφορά, να το κάνει να σκεφτεί και να αισθανθεί. Νομίζω πως ο Τσίτας το πετυχαίνει αυτό από τη στιγμή μάλιστα που έχουμε την αίσθηση πως οι ήρωές του είμαστε εμείς οι ίδιοι, αφού μπαίνουμε στη διαδικασία να αναλογιστούμε και για τη δική μας ζωή, την υφή και τις προεκτάσεις της.

———————————-

[1]  Παράσταση σε σκηνοθεσία της  Ρούλας Πατεράκη, που ανέβηκε με επιτυχία στο  Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά το 2019 και περιελάμβανε τα πέντε από τα δέκα μονόπρακτα που υπάρχουν στο βιβλίο. Πιο πρόσφατα, το 2020, συμμετοχή ενός μονόπρακτου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σε παράσταση του Προμηθέα Αλειφερόπουλου.