Ένα μπρελόκ από πόδι γάτας και το πέρασμα από την παιδική-εφηβική ηλικία στην ενήλικη ζωή ενός άνδρα μέσα από τον έρωτα. Τα ονόματα φανταστικών γονέων συμπίπτουν με εκείνα των αγαπημένων κατοικίδιων κάποιου άλλου που έχουν χαθεί. Ένα σκυλί-οδηγός παίρνει επάνω του «όλα τα σκοτάδια» του γλύπτη-ιδιοκτήτη του. Ένα σκυλί παρακολουθεί την Τζίνα την ώρα της (πληρωμένης) ερωτικής πράξης. Ένα άλλο σκυλί παίζει το ρόλο του «γιατρού» σε μια προβληματική οικογένεια. Η γάτα παραστέκεται στο γεύμα ενός γάμου όπου ο ήρωας ξεχνάει για λίγο τις σωματικές ατέλειές του. Μια άλλη γάτα, από το γραφείο ενός ψυχιάτρου, μεταφέρεται  με τον ασθενή σε μια φανταστική συνάντηση στο Λας Βέγκας με την Έιμι Γουάινχαουζ. Ψεύτικα ζωάκια υποκαθιστούν την αγάπη μέχρι που ο γιος αποφασίζει να φύγει. Ο θάνατος ενός σκυλιού γίνεται η αφορμή για τη συνειδητοποίηση ενός έρωτα χωρίς ανταπόδοση.

Στα εννέα διηγήματα του Νικόλα Περδικάρη τα ζώα παίζουν αναμφίβολα έναν σημαντικό ρόλο, όμως ο ήρωας είναι αυτός που κινεί τις ιστορίες: με τις πράξεις και την ανάμνηση, τη φαντασία και την ονειροπόληση. Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας δηλώνει πως θέλει «να σκάψει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή» (βλ. Εφημερίδα των Συντακτών, 27/9/2014), στόχος αρκετά φιλόδοξος, δεδομένου και του νεαρού της ηλικίας. Το σίγουρο είναι πάντως πως καταφέρνει να ανασύρει κομμάτια από τη δική του ψυχή και να τα εκθέσει με έναν τρόπο αρκούντως λογοτεχνικό: υπαινικτικά αλλά σχεδόν σε όλα τα διηγήματα με σαφήνεια, ζωηρά και με χρώματα, αυτοσαρκαζόμενος και ενίοτε σαρκάζοντας, με συναίσθημα αλλά και με γνώση που προκύπτει ως αποτέλεσμα προσεκτικής παρατήρησης και μιας έμφυτης, όπως φαίνεται, ευαισθησίας.

Δείγμα γραφής: «Το σχόλιό της δε με ξάφνιασε, κάθε άλλο. Το είχα προβλέψει, όπως προβλέπω συχνά και τη διάθεση των γυναικών της ηλικίας μου να δηλώνουν, δήθεν με κομψό τρόπο, την επιθυμία τους να “νοικοκυρευτούν”. Αισθάνθηκα να πετυχαίνω μια νίκη όταν κατάφερα τελικά να την κάνω να παραδεχτεί πως ο λόγος που μου ασκούσε τέτοια κριτική ήταν ότι εκείνη ήθελε να κάνει οικογένεια και όχι εγώ. Βέβαια η παραδοχή της μού πρόσφερε μόνο μια πρόσκαιρη ανακούφιση, αφού το να αποδοκιμάζω την επιθυμία της δε σήμαινε οπωσδήποτε ότι η δική μου στάση ζωής ήταν καλύτερη από τη δική της. Εδώ και χρόνια δεν πετάω απλώς στα σύννεφα αλλά κρατιέμαι από αυτά. Είμαι το ίχνος μιας ανθρώπινης βροχής που αρνείται να πέσει στο χώμα. Έχω βρει καταφύγιο στις αγκαλιές δυο αγγέλων και θέλω να μείνω μαζί τους για πάντα. Όταν τα πράγματα γίνονται σκούρα ζητώ τη βοήθειά τους. Το ίδιο και τώρα, που θέλω να γλιτώσω από αυτή την κουβέντα. Ένας προβολέας ανάβει δίπλα μου και όλοι κοιτάνε προς το φως» (σελ.16).

Αναμένουμε τη συνέχεια.