Ακούω κατά καιρούς από αναγνώστες να αποκαλούν «κουραστικό» ένα βιβλίο μόνο και μόνο επειδή το ύφος ή η γραφή του δημιουργού τούς αναγκάζει να επιστρέψουν στην ίδια φράση ή στην ίδια σελίδα προκειμένου να αντιληφθούν όλο το εύρος του νοήματος. Άλλοτε πάλι βαρυγκωμούν πως  αδυνατούν να παρακολουθήσουν τον μακροπερίοδο λόγο ή αντίστοιχα δηλώνουν απέχθεια για τις ελλειπτικές δομές που αφήνουν τη λογική και τη φαντασία να συμπληρώσουν  ό,τι οι συγγραφείς αφήνουν να εννοηθεί σεβόμενοι την ελευθερία του αναγνώστη. Ο σύγχρονος μέσος αναγνώστης απαιτεί τα πάντα «στο πιάτο». Θέλει τη λογοτεχνία να του προσφέρεται με την ευκολία της τηλεόρασης όπου ένας σκηνοθέτης φροντίζει γι’ αυτόν, δίχως αυτόν, ταΐζοντας το νωθρό του πνεύμα την αλεσμένη και εύπεπτη τροφή των νηπίων… Το συνηθισμένο, το τετριμμένο, το αυτονόητο, το απλοϊκό…

Σημάδια των καιρών, θα πω. Απόδειξη της πνευματικής νωχέλειας και στειρότητας που έχει καταβάλει το σύγχρονο αναγνώστη απαιτώντας σαν αφέντης-εντολοδόχος κάποιες φορές συνταγές αναγνωστικής ευκολίας. Εύκολοι οι έρωτες – μα στα αλήθεια, είναι έρωτες; Εύκολες μονότονες επαναλαμβανόμενες μελωδίες – μα στ’ αλήθεια είναι μελωδίες; Εύληπτη και μονοεπίπεδη λογοτεχνία που απαιτεί μονάχα μια ανάγνωση για να αποκαλύψει τα αρώματά της, αν διαθέτει έστω μια στάλα απ’ αυτά.

Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο. Τελεία…

Μακριά απ’ τη λυτρωτική μεταφορά, την ευρηματική χρήση του επιθέτου, την ολιστική αποτύπωση ενός συλλογισμού μέσα σε μια και μόνη μεγαλούτσικη περίοδο. Κι απ’ την άλλη, κάποιοι αναγνώστες μορφάζουν δυσαρεστημένοι τάχα, όταν οι συγγραφείς αποκαλύπτουν αλήθειες που τα κοινωνικά στερεότυπα απαιτούν να παραμένουν λουφαγμενες στο ασυνείδητο,  σαν ντροπιασμένες κόρες στα κελάρια των σπιτιών.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά αναφερόμενη στο βιβλίο του Μιχάλη Γεννάρη;

Γιατί ο «Σαξοφωνίστας», όπως και το προηγούμενο «Πρίγκιπες και Δολοφόνοι» που τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο «Διαβάζω» και με το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, τολμά στην εποχή της ευκολίας να απαιτεί από τον αναγνώστη μια εντελώς διαφορετική και εξαντλητική αναγνωστική οπτική. Τολμά να του βάζει εμπόδια και να τον δυσκολεύει. Να τον κάνει να λαχανιάζει, να αγανακτεί και να κουράζεται για να καταλάβει την απόκρυμνη κορφή του ζητουμένου: δηλαδή την ιστορία.

Ο Γεννάρης γράφει λογοτεχνία που μας ξεβολεύει απ’ τη νάρκη μας, κάνοντάς μας έντονα να αναρωτηθούμε τι είναι όλα αυτά που διαβάζουμε. Μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε τη λογοτεχνία με τη σοβαρότητα που της αρμόζει, αποφασισμένος να ταράξει την υπνηλία του σύγχρονου μέσου αναγνώστη που συχνά αρέσκεται να ονειροβατεί όταν έχει μπροστά του ένα βιβλίο δίχως να χάνει λέξη τυρβάζοντας αμέριμνος.

Ο «Σαξοφωνίστας» απαιτεί αντιθέτως απ’ τον αναγνώστη να έχει το μυαλό του απερίσπαστο και συνέχεια σε αυτόν. Η σημασιολογική του αλυσίδα είναι ιδιαίτερα εύθραυστη με τον παραμικρό κλυδωνισμό της προσοχής του δέκτη. Οι κρίκοι είναι τόσο σφιχτά δεμένοι μεταξύ τους που αν σπάσει ένας, τότε διαλύεται η συνοχή. Αποτελεί εξάσκηση για την αυτοσυγκέντρωση και την ικανότητα του αναγνώστη να παρακολουθεί και να αποκωδικοποιεί ταχύτατα τους συμβολιστικούς συνειρμούς του δημιουργού προκειμένου να προχωρήσει την ιστορία που πραγματεύεται ο Γεννάρης.

Ο συγγραφέας καλεί τον σύγχρονο άνθρωπο, όπως αναλώνεται στα γυμναστήρια  για να ενισχύσει τη δύναμη του κορμιού του και να ατσαλώσει το μυικό του σύστημα, μια αντίστοιχα αναγκαία αφοσίωση, μια ευεργετική για το πνεύμα του καταπόνηση. Μια προπόνηση διανοητική.

Το θέμα είναι ποιος έχει την πρόθεση να υποστεί πλέον αυτή την εκγύμναση την εποχή της ευκολίας…

Το βιβλίο είναι αδύνατο να διαβαστεί απνευστί, ακόμη και από τον πιο έμπειρο αναγνώστη, όχι επειδή είναι κακογραμμένο, βαρετό και κουραστικό, χαρακτηρισμοί άκρως επιπόλαιοι ή άδικοι στην περίπτωση ενός βιβλίου αυτού του συγγραφικού επιπέδου, αλλά επειδή ανεβάζει ψηλά τον πήχη της συγγραφικής δράσης και αναγνωστικής αντίδρασης.

Αφενός η γλώσσα και το ύφος αφετέρου οι αμέτρητες διακειμενικές και μουσικές αναφορές από κλασικά και σύγχρονα έργα και από τους δύο χώρους της τέχνης απαιτούν γυμνασμένους και εξασκημένους εγκεφάλους  γνωστικά και καλλιτεχνικά.

Ο «Σαξοφωνίστας» διαβάζεται με θρησκευτική προσήλωση και ευλάβεια. Λέξη λέξη. Ενώ στη συμβατική αναγνωστική εμπειρία το νόημα και η αισθητική απόλαυση του ύφους είναι στοιχεία αλληλοσυμπληρούμενα, παράλληλα και αλληλένδετα, ο «Σαξοφωνίστας» σπάζει ετούτη τη φόρμα υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να ανακαλύπτει κοπιωδώς το νόημα μέσα από τη διαδικασία της αποσυμβολοποίησης του λόγου και την παρακολούθηση μιας πρωτότυπης συχνά και ευρηματικής σύνδεσης της απτής πραγματικότητας με ό,τι ο συγγραφέας επιλέγει μεταφορικά να τη συνδέσει. Το νόημα, η ιστορία δεν χαρίζεται. Κατακτάται.

Ο λόγος είναι αναμφίβολα εξεζητημένος. Πυκνός. Λεξιλογική μαθητεία θα έλεγα. Γι΄αυτό και προσφέρει τη δυνατότητα για πολλαπλά οφέλη στον αναγνώστη, αν το έργο διαβαστεί αργά ώστε να αποκαλυφθεί η ουσία του μακροπερίοδου λόγου.  Διαβάζοντας το βιβλίο με προσοχή, ανά γραμμή ή παράγραφο, αποκαλύπτεται ο αγώνας του συγγραφέα να εξασφαλίσει την απόλυτη ακρίβεια σε ό,τι περιγράφει. Αποκαλύπτεται δηλαδή πως ο Γεννάρης έχει απίστευτα αναλωθεί για να μεταφέρει στο χαρτί του ό,τι ακριβώς είναι εκείνο που αιωρείται στη σκέψη του.

Πόσοι στ’ αλήθεια συγγραφείς καταφέρνουμε να περιγράψουμε με αξιοζήλευτη ακρίβεια την εικόνα ή τον στοχασμό που κυοφορούμε;

Πόσων ο νους δεν ξεγλιστράει στην ευκολία, πλάθοντας μια κοινότοπη συχνά εικόνα με επίσης πιο απλό συγγραφικό ένδυμα, για να αποφύγουμε την κόπωση που απαιτεί η επεξεργασία και η σμίλευση του λόγου;

Αναμφίβολα, για να αποκαλυφθούν όλα τα μυστικά και οι τεχνικές που εφάρμοσε ο συγγραφέας στον «Σαξοφωνίστα» του, δεν αρκεί μόνο μια ανάγνωση αλλά πολλαπλές προσεγγίσεις και με διαφορετική εστίαση κάθε φορά. Πρώτα τα αρώματα της γλώσσας. Η ευρηματικότητα. Τα σύμβολα. Η μεταφορά και η παρομοίωση. Η ευφυής χρήση των επιθέτων, κόντρα στη λογοτεχνική μόδα της εποχής για αποστέωση των κειμένων απ’ τα καλολογικά στοιχεία. Τα στοιχεία ετούτα βρίθουν μέσα στο κείμενο δίχως καμία διάθεση λυρισμού αλλά με την πρωτοτυπία εκείνη που δημιουργεί άμεση σύνδεση με τα νοήματα που οφείλει να συλλάβει ο αναγνώστης για να επικοινωνήσει με το θέμα, μετουσιώνοντας τις λέξεις σε εργαλεία μοναδικά όχι μόνο για τη συγγραφή ενός ακόμη βιβλίου αλλά για την αναγωγή του σε εγχειρίδιο αυτοβελτίωσης.

Έπειτα το πάνθεο των χαρακτήρων. Μια σειρά αντιηρώων, με διαφορετικότητες που εξάπτουν την περιέργεια του αναγνώστη με τις κοσμοθεωρίες και τις υπαρξιακές διεξόδους που επιλέγουν, συνυφασμένοι με την έννοια της τέχνης και τη νοσηρότητα που ελλοχεύει στον ψυχισμό των καλλιτεχνών. Όπως ο Μένης Κουμανταρέας, ο Ταχτσής, ο Κορτώ και πλήθος άλλων δημιουργών, έτσι και ο Γεννάρης τολμά να απομυθοποιήσει τον δημιουργό εντάσσοντάς τον στον κύκλο των νοσηρά παθιασμένων, που αποζητώντας τη διαφορετικότητα και την ίαση καταλήγουν στην έκφραση μέσω της τέχνης, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην εσωστρέφεια και στην ανάλυση του σεξουαλικού προσανατολισμού τους. Εξ ου και η χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που υποδηλώνει ετούτη την απελευθέρωση, την απογύμνωση απ’ ό,τι η κοινωνία υποστηρίζει απόλυτα, άκαμπτα και στερεότυπα.

Η ιστορία, το θέμα, ενώ στη συμβατική συγγραφική και αναγνωστική εμπειρία προέχει, στον Γεννάρη μοιάζει να μπαίνει στο περιθώριο, καθώς προέχει η γλώσσα και η εξαντλητική ψυχογραφία των προσώπων, που φωτίζει σε ένα δεύτερο επίπεδο το βαθύτερο κρυμμένο είναι του σύγχρονου ανθρώπου. Άλλη μια ανατροπή επομένως που υποδηλώνει την αληθινή λογοτεχνική αγωνία του δημιουργού για το σπάσιμο της στερεότυπης φόρμας.

Για να φτάσει ο αναγνώστης στην ιστορία του Γεννάρη οφείλει να διανύσει μεγάλη απόσταση και να δαπανήσει πολύ χρόνο, νιώθοντας επιτέλους την ηδονή μιας σπάνιας λογοτεχνικής εμπειρίας όπως ο δοκιμαστής κρασιών όταν γευτεί ένα σπάνιας παλαιότητας και ωρίμανσης κρασί.

Δοκιμάστε το. Αξίζει το κόπο και τον χρόνο όσων αποζητούν τη μαγεία και τα οφέλη της ουσιαστικής και σε βάθος λογοτεχνικής περιπέτειας.