Το δεύτερο βιβλίο της Χριστίνας Καράμπελα ξεκινά ως αστυνομική ιστορία: ο διοικητής του Α.Τ.  Αμπελοκήπων αναθέτει στην 25χρονη αστυνομικό Ελισάβετ Ξένου να διερευνήσει την εξαφάνιση της Ευδοκίας Δημουλίδου, την οποία κατήγγειλαν τρεις ετεροθαλείς –από την ίδια μητέρα και διαφορετικό πατέρα– αδελφές. Σύντομα θ’ αποκαλυφθεί πως οι τρεις ηλικιωμένες είχαν ως αποκούμπι τη νεότερη Ευδοκία, η οποία ήταν κι αυτή αδελφή τους, αλλά από διαφορετικό πατέρα και μητέρα. Έτσι θα πλεχτεί μια ιστορία για τη σχέση μητέρας και κόρης, που ήταν στο επίκεντρο και του πρώτου μυθιστορήματος της συγγραφέα («Καιροί τέσσερεις»,  2014), παράλληλα με την ιστορία του αστυνομικού διοικητή, που υπέφερε από μία καταπιεστική μητέρα η οποία απέδιδε μεγάλη σημασία στο φαγητό. Υπάρχει τέλος και η ιστορία, σαν παραμύθι, μιας κόρης που βυθίστηκε στον ύπνο  και δεν ξυπνούσε και η οποία είχε κι αυτή τρεις αδελφές, έναν «πατέρα καπνό και μια μητριά από καιρό ταξίδι» (σελ. 8). Η ιστορία της θα λειτουργήσει αντιστικτικά προς την αστυνομική ιστορία, που καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος, επιτρέποντας στην Καράμπελα να εισαγάγει και  άλλα στοιχεία  που εμπλουτίζουν το μυθιστόρημα. Έτσι, η νεαρή αστυνομικός, που εμπιστεύεται περισσότερο τη διαίσθηση και τα όνειρά της από το μυαλό της, θα φθάσει στη λύση του μυστηρίου. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα, καθώς, και με τη συνδρομή του παραμυθιού, δημιουργείται μία ατμόσφαιρα, ας πούμε, «μαγικού ρεαλισμού» στην οποία βοηθά και η ποιητική, ενίοτε, γλώσσα.  Στο δεύτερο βιβλίο της η Χριστίνα Καράμπελα κινείται στις ράγες του πρώτου δοκιμάζοντας, μάλλον με επιτυχία, τις ικανότητές της στον χειρισμό δύσκολων θεμάτων σε μια διαφορετική φόρμα.