«Αν αφήσεις μια πόρτα ανοιχτή μια σταλιά…»
Από αυτή τη μισάνοιχτη πόρτα, θα μπει στη ζωή του χήρου ήρωα της ιστορίας και του γιου του, η φωνή και κυρίως η βαριά σκιά του Ψιθυριστή: ενός φυλακισμένου πλέον, κατά συρροή δολοφόνου παιδιών που στο παρελθόν στοίχειωσε με τη δράση του τη μικρή πόλη, όπου πατέρας και γιος μετακομίζουν για να ξεπεράσουν το δικό τους άσχημο παρελθόν και να κάνουν μια καινούργια αρχή. Αλλά δεν ξέρουν ότι κάποιος άλλος βαδίζει στα ίχνη του Ψιθυριστή και πως ο μικρός Τζέικ, ένα χαρισματικό αλλά μοναχικό παιδί, θα βρεθεί στο στόχαστρό του. Γι’ αυτό και η φανταστική του φίλη, ένα κοριτσάκι που μόνο εκείνος βλέπει, προσπαθεί να τον προειδοποιήσει μαθαίνοντάς του το παιδικό τραγουδάκι: «Αν αφήσεις μια πόρτα ανοιχτή μια σταλιά, τους ψιθύρους θ’ ακούσεις μέσα στη σιγαλιά…»
Εκτός από το αγωνιώδες αστυνομικό μυστήριο που ξεδιπλώνεται στις σελίδες του βιβλίου, προκειμένου να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του μιμητή του Ψιθυριστή, και τις ρεαλιστικά δοσμένες προσπάθειες της τοπικής αστυνομίας να τον εντοπίσει, όπου σχεδόν ο αναγνώστης νιώθει ότι συμμετέχει στις έρευνες, ο Alex North στο ντεμπούτο του χτίζει επίσης και ένα δυνατό ψυχογράφημα των ηρώων, φέρνοντάς τους όλους, ακόμα και τον δολοφόνο, σε πρώτο πλάνο μέσω των εναλλαγών στην οπτική γωνία της αφήγησης. Επιμένει δε ιδιαιτέρως, και κατά τη γνώμη μου επιτυχώς, στη σχέση πατέρα-γιου και μάλιστα σε δύο εκδοχές, περνώντας το μήνυμα πως η αγάπη μπορεί τελικά να υπερισχύσει όλων των λαθών, όσο μεγάλα και αν είναι. Αρκεί να υπάρχει, αρκεί και οι δύο να μην επιτρέψουν στο σκοτάδι να την καταπιεί…
Στα υπέρ και μερικές πραγματικά ανατριχιαστικές στιγμές, οι απανωτές αποκαλύψεις (η μία εξ αυτών εξαιρετικά ευφυής συγγραφικά και συγκινητική) και οι απαραίτητες ανατροπές, που δεν τις προβλέπει ούτε ο έμπειρος αναγνώστης θρίλερ. Όλα τα παραπάνω κάνουν το βιβλίο να διαβάζεται σχεδόν σε μια καθισιά, και δικαιολογούν και με το παραπάνω την επιτυχία του.