«Ο Ρεζά έχει έναν γλυκό και ιδιαίτερο τρόπο να προφέρει τη λέξη μετανάστης. Όταν λέει “μετανάστης”, ακούγεται σαν “μεγιστάνας”. Στο στόμα του, μετανάστης δεν είναι πια αυτή η ανώνυμη λέξη-σκουπιδοτενεκές που χρησιμοποιείται σε κάθε ευκαιρία, αυτή η λέξη με τις παρωπίδες που αρνείται να μιλήσει για τον πόλεμο, την επιβίωση και την εξορία. Στο στόμα του Ρεζά, μετανάστης σημαίνει εγώ. Είναι εκείνοι που μοιράζονται μέσα στα σώματά τους το μυστικό της φυγής και τη δύναμη που τους σπρώχνει να σωθούν. Μετανάστης είναι το πιο ψηλό κλαδί της ζωής τους» (σελ. 30)

Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει ή θυμίζει τίτλο παραμυθιού. Αυτό που μας γοήτευε ως παιδιά στα παραμύθια ήταν ενδεχομένως ότι οι ιστορίες τους μας φαίνονταν εντελώς πραγματικές. Πραγματική είναι και η ιστορία της Εμιλί ντε Τιρκέμ – ο πρίγκιπάς της είναι ένας 22χρονος Αφγανός πρόσφυγας που η συγγραφέας και η οικογένειά της φιλοξένησαν για λίγο καιρό στο διαμέρισμά τους στο Παρίσι.

Ο Ρεζά-Δανιήλ έζησε τα πρώτα έντεκα χρόνια της ζωής του στο Αφγανιστάν. Ο πατέρας του ήταν Αφγανός σιίτης μουσουλμάνος, η μητέρα του χριστιανή από το Τατζικιστάν. Όταν ο πατέρας του δολοφονήθηκε, η μητέρα του πήρε τον Ρεζά, τους αδελφούς και τις αδελφές του και έφυγε από τη χώρα. Σε ηλικία 13 χρονών ο Ρεζά βρισκόταν μόνος του, μακριά από την οικογένειά του, στην Τουρκία. Στα 15 του, στη Νορβηγία, όπου βαφτίστηκε και επέλεξε το χριστιανικό του όνομα. Έφθασε στη Γαλλία ταξιδεύοντας κάτω από ένα φορτηγό.

Οι «πληροφορίες» αυτές προκύπτουν καθώς εξελίσσεται η ιστορία με τη μορφή ημερολογιακών καταγραφών. Τα παιδιά, ο Μάριος και ο Νοέ, του παραχωρούν το δωμάτιο των παιχνιδιών. Όταν δεν εργάζεται (η πρώτη του δουλειά -με συμβόλαιο!- είναι στην καθαριότητα ενός Κέντρου Επανένταξης), ο Ρεζά μπορεί να παίξει μαζί τους ή να προσφέρει λύσεις σε πρακτικά ζητήματα του σπιτιού. Μαγειρεύει κιόλας, μόνο που… χρησιμοποιεί πολύ ηλιέλαιο κα αλάτι. Και όταν λείπουν για διακοπές, τα βγάζει πέρα μια χαρά (και κάτι παραπάνω), παρότι δυσκολεύεται ακόμη πολύ με τη γλώσσα. Καθώς περνάει ο καιρός, η Εμιλί, που είναι συγγραφέας, θα αναρωτηθεί αν ο Ρεζά-Δανιήλ θέλει πραγματικά να αναζητήσει τη μητέρα του ή αν φοβάται ν’ αντικρύσει την αλήθεια, που θα μπορούσε να είναι ο θάνατός της στις επισφαλείς συνθήκες της προσφυγιάς. Όμως δεν θα τον ρωτήσει, δεν θα αγγίξει το θέμα αυτό σχεδόν καθόλου, από διακριτικότητα και σεβασμό στον Ρεζά. Τα ποιήματα που γράφει είναι οι «γέφυρες» ανάμεσα στον κόσμο του, το άγνωστο παρελθόν του, και τον δικό της κόσμο και εκείνον της οικογένειάς της, στο εδώ και στο τώρα.

Το βιβλίο αυτό είναι μια ιστορία για την αποδοχή, τη δοτικότητα, την εμπιστοσύνη.