Ο Χανς Φάλλαντα (Hans Fallada), ψευδώνυμο του Ρούντολφ Ντίτσεν, γεννήθηκε στο Γκράιφσβαλντ της βόρειας Γερμανίας, το 1893. Άρχισε από νωρίς να μπαινοβγαίνει σε άσυλα αποτοξίνωσης και φυλακίστηκε δύο φορές για υπεξαίρεση. Απόφοιτος σχολής αγροτικής οικονομίας, εργάστηκε ως διαχειριστής σε μεγάλα αγροκτήματα, ενώ υπήρξε πολυγραφότατος και καταξιωμένος συγγραφέας.  Σημαντικότερα έργα του «Αγρότες, μεγαλο-υπάλληλοι και βόμβες» (1931), «Και τώρα, ανθρωπάκο;» (1932), «Λύκος μεταξύ λύκων» (1937), «Ο σιδερένιος Γκούσταβ» (1938), «Ξένος στον τόπο μου. Ημερολόγιο φυλακής, 1944» (2009), «Μόνος στο Βερολίνο» (1946 – ελληνική μετάφραση Άντζη Σαλταμπάση, εκδόσεις Πόλις 2012, α’ έκδοση 2008). Ο Φάλλαντα παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Πέθανε το 1947, παραδομένος στο αλκοόλ και στη μορφίνη. Ο «Πότης» γράφτηκε μέσα στο άσυλο, το 1944.

Ο Έρβιν Ζόμερ είναι  μέχρι τα σαράντα του ένας ευυπόληπτος έμπορος αγροτικών προϊόντων, παντρεμένος με την εφηβική του αγάπη, τη Μάγδα, και ζει σε ένα μεγάλο σπίτι στη γενέτειρά του, κάπου στη βόρεια Γερμανία. Τότε αρχίζει να πίνει, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει κάποια προβλήματα, το κυριότερο από τα οποία είναι ένα αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στη γυναίκα του που είναι πιο ικανή απ΄ αυτόν στη διαχείριση της μικρής επιχείρησης, αν και του έχει παραχωρήσει τα ηνία. Ο Έρβιν βρίσκει στο αλκοόλ τη διέξοδο και τη λύση. Στη συνέχεια, μην μπορώντας να σταματήσει, κατεβαίνει ραγδαία όλα τα σκαλοπάτια της προσωπικής και κοινωνικής απαξίωσης: φεύγει από το σπίτι και νοικιάζει δωμάτιο στην πανσιόν ενός Πολωνού, ο οποίος τον εκμεταλλεύεται οικτρά. Ακολουθεί ένας τσακωμός με τη γυναίκα του και μια επίθεση εναντίον της που θα χαρακτηριστεί «απόπειρα φόνου»: ο Ζόμερ θα πάει φυλακή και από κει θα σταλεί σε ένα ίδρυμα, σαν αναμορφωτήριο για ενηλίκους, όπου θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του.

Όντας στη φυλακή και, κυρίως, στο ίδρυμα, ο Έρβιν θα προσπαθήσει να κρατήσει όση αξιοπρέπεια τού έχει απομείνει, δίπλα σε εγκληματίες, αμβλύνοες και παραβατικούς. Στο άσυλο οι τρόφιμοι είναι μόνιμα υποσιτισμένοι αλλά εκείνος αρνείται να γράψει στη γυναίκα του να του στείλει φαγητό. Πιάνει δουλειά, κατασκευάζει βούρτσες απομονωμένος σε ένα δωμάτιο κάποιες ώρες την ημέρα, για να ξεφεύγει από τις σκέψεις. Έχει την ελπίδα ότι δεν θα μείνει για πάντα εκεί και ότι θα αποκτήσει σύντομα την ελευθερία του. Μέχρι τέλους πιστεύει ότι δεν έκανε τίποτε τόσο κακό που να του αξίζει ο ισόβιος εγκλεισμός – άλλη μια πλάνη, όπως αποδεικνύεται, που οφείλεται στην εξάρτηση και την αρρώστια του. Παρατηρεί τους συντρόφους του στο άσυλο, αναπτύσσει μια σχέση με ορισμένους από αυτούς προσπαθώντας πάντα να τηρεί τις αποστάσεις – το κοινωνικό και πνευματικό του επίπεδο είναι πολύ ανώτερο, αλλά δεν συνειδητοποιεί ότι αυτές οι κλίμακες δεν ισχύουν εδώ. Η φυλακή και το ίδρυμα είναι μια εικόνα της ναζιστικής Γερμανίας, μια αμείλικτη επικράτηση του ισχυρού, του Άριου (που προσωποποιείται στη γυναίκα του), απέναντι στους αδύναμους χαρακτήρες, όπως ο δικός του. Ο Έρβιν φαντασιώνεται ότι θα εκδικηθεί τη Μάγδα, την ίδια στιγμή όμως μοιάζει να την αγαπά ή (τουλάχιστον) να περιμένει ότι θα τον σώσει. Διαφυγή δεν υπάρχει, η αυτοκτονία είναι ανέφικτη. Η συνάντηση του Έρβιν με τη Μάγδα σημαδεύει και το τέλος των όποιων ψευδαισθήσεων.

Ο Φάλλαντα φιλοτεχνεί έναν ήρωα που γίνεται τραγικός, γιατί εκλαμβάνει ως δύναμη την αδυναμία του, ελπίζει ενώ όλα έχουν χαθεί, εμφανίζεται συγκρατημένος ενώ μέσα του σιγοβράζει το πάθος της εκδίκησης. Οι περιγραφές  των συγκρατούμενών του ή των συντρόφων του στο άσυλο μοιάζουν περισσότερο με προσωπογραφίες στο μεγάλο πίνακα της ζωής στο άσυλο.

«Ο πότης» είναι ένα δυνατό μυθιστόρημα, γραμμένο με το πηγαίο ταλέντο ενός ανθρώπου που υπήρξε κι ο ίδιος παραβατικός. Δύσκολα ο αναγνώστης θα βρει ψεγάδι στη μετάφραση της Έμης Βαϊκούση που έγραψε και το κατατοπιστικό επίμετρο της έκδοσης.