Η Ισμήνη Τορνιβούκα γεννήθηκε το 1988 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, αλλά δε δούλεψε ποτέ ως δικηγόρος. Ζει μεταξύ Θεσσαλονίκης και Ουρανούπολης και δουλεύει στα ξενοδοχεία Excelsior, City και Eagles Palace, συνεχίζοντας την παράδοση μιας οικογένειας ξενοδόχων που ξεκίνησε το 1925 με το ξενοδοχείο Μεντιτερανέ στη Θεσσαλονίκη. «Ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρω» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Ο Πέτρος είναι 35 χρονών, παντρεμένος με την Εύα, κριτικός κινηματογράφου. Γνωρίζει τη Μι, μία όμορφη νεαρή κοπέλα 23 ή 24 χρονών που τριγυρίζει ανάερα στην πόλη (η οποία δεν κατονομάζεται) και συγκατοικεί με την Κιτκάτ (Κατερίνα). Ο Πέτρος γνωρίζει τη Μι στο «Τώρα»( η Εύα έχει ένα «γκουρμέ» εστιατόριο που λέγεται «Ποτέ»).
Ο Πέτρος και η Εύα είναι αταίριαστοι χαρακτήρες, όμως αγαπούν ο ένας τον άλλον. Ο Πέτρος θέλει να κάνει παιδί, η Εύα όχι. Εκείνος είναι λίγο βαρετός και συνηθισμένος (κατά τα άλλα), εκείνη παθιασμένη με τη δουλειά της. Μπορεί να φανταστεί κανείς τη συνέχεια; Ο Πέτρος και η Μι ερωτεύονται. Η Εύα, που έχει αρχίσει να της τη σπάει ο Πέτρος (με αποτέλεσμα να μην της βγαίνει ο πάγος βανίλιας), αλλά δεν υποψιάζεται τίποτα για τη σχέση του με μια άλλη κοπέλα, σκέπτεται να τον χωρίσει. Η Κατερίνα παρακολουθεί ανήσυχη τις μεταπτώσεις της Μι και ερωτεύεται τον Μάρκο, τον φίλο της Μι που έρχεται να μείνει μαζί τους για μερικές ημέρες. Όμως τα πράγματα δεν συμβαίνουν ακριβώς όπως περιμέναμε να συμβούν. Ή μήπως όχι;
Και μόνο η διάρθρωση του μυθιστορήματος, σε τέσσερα μέρη που αποτελούνται το καθένα από τρία κεφάλαια τα οποία εξελίσσονται παράλληλα («Ένας ήσυχος άνθρωπος», «Τα χαμένα παιδιά», «Τροφή») σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τον Πέτρο, την Κατερίνα και την Εύα αντίστοιχα, προϊδεάζει ότι αυτή η ιστορία, αν και εδράζεται σε γεγονότα και εξελίξεις, κινείται από «αόρατα» νήματα, σκέψεις για τον τρόπο να ζεις (και να πεθαίνεις).
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του μυθιστορήματος είναι, ίσως, η ενσωμάτωση του ονειρικού στοιχείου σε μια συμβατική ιστορία, αυτός ο φρέσκος αέρας που πνέει ανάμεσα στις γραμμές, η αύρα που κάνει την κουρτίνα να φουσκώσει ώστε να ξεκινήσει μια παράλληλη ιστορία, αυτή που θα ήθελε ο βασικός ήρωας να ζήσει. Ελεύθερη από προσωπικούς και κοινωνικούς καταναγκασμούς, απόλυτη – και γιʾ αυτό ανέφικτη.
Στην πρώτη συγγραφική της προσπάθεια η Ισμήνη Τορνιβούκα καταφέρνει να αφηγηθεί μια ιστορία στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και της φαντασίας, με υλικά που παραπέμπουν απευθείας στον «Πίτερ Παν» αλλά και με τις δικές της προσωπικές κρίσεις και προβληματισμούς, χωρίς καθόλου να κουράζει ή να καταφεύγει σε κοινοτοπίες.