Κατάδυση στους παιδικούς εφιάλτες

Βιβλία για μικρούς και μεγάλους, σημαντικά βραβεία, υποψηφιότητα για Oscar (για το “Coraline” που έγινε ταινία), διεθνής αναγνώριση. Αυτά είναι μερικά από τα στοιχεία που μπορεί να βρει κανείς στο βιογραφικό του Βρετανού Neil Gaiman. Δεν είχε τύχει ποτέ να διαβάσω κάτι δικό του και οφείλω να ομολογήσω ότι μετανιώνω που δεν το είχα κάνει μέχρι σήμερα.

«Ο ωκεανός στο τέλος του δρόμου» ξεκινάει με την επιστροφή του ανώνυμου αφηγητή/πρωταγωνιστή στο πατρικό του στο Σάσεξ για μια κηδεία. Μετά το τέλος της κηδείας, καθώς περιπλανιέται, φτάνει σε ένα παλιό αγρόκτημα και θυμάται τη χρονιά που έγινε επτά ετών, το αποτυχημένο πάρτι γενεθλίων του και τα γεγονότα που οδήγησαν στη γνωριμία του με τη Λέτι Χέμπστοκ, τη μητέρα της και τη γιαγιά της. Σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, λοιπόν, ένας άντρας σκοτώνει το γατάκι του αφηγητή και λίγο αργότερα αυτοκτονεί μέσα στο αμάξι της οικογένειάς του. Αυτά τα γεγονότα θα ξυπνήσουν ένα κακόβουλο πνεύμα που τρέφεται από και ταυτόχρονα τροφοδοτεί την ανάγκη/αγάπη των κατοίκων για χρήμα διαταράσσοντας τις ισορροπίες. Στο σπίτι του μικρού εμφανίζεται με το πρόσωπο μίας νταντάς που καταφέρνει και χειραγωγεί τους πάντες και με μεγάλη ευκολία διασπά τους οικογενειακούς δεσμούς. Το αγόρι αδυνατεί να εξηγήσει τα γεγονότα και η μόνη που φαίνεται να μπορεί να τον βοηθήσει είναι η Λέτι. Με αρωγούς τη μητέρα της και τη γιαγιά της αναλαμβάνουν να εξολοθρεύσουν το κακό προτού η ζημιά γίνει ανεπανόρθωτη.

Μέσα από μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που έχει την ατμόσφαιρα του ονείρου/εφιάλτη και του παραμυθιού ταυτόχρονα, ο συγγραφέας γράφει μια αρκετά τρομακτική ιστορία. Τρομακτική, όχι επειδή παρουσιάζονται τρομακτικά συμβάντα –που φυσικά υπάρχουν στη ροή της ιστορίας– αλλά επειδή τα γεγονότα δημιουργούν μια αίσθηση ασφυξίας: πώς μπορείς να ξεφύγεις από κάτι που δεν καταλαβαίνεις; Εγκλωβισμένος σε μια ανεξήγητη κατάσταση ο εφτάχρονος πρωταγωνιστής δεν έχει πού να στηριχτεί, αφού τα ενήλικα μέλη της οικογένειάς του δείχνουν υπνωτισμένα από το πλάσμα που ελέγχει ακόμα και τις σκέψεις τους. Η μόνη του βοήθεια είναι ένα κορίτσι που ονομάζει μια μικρή λιμνούλα ωκεανό και δύο γυναίκες που φαίνεται να κρύβουν μέσα τους τη σοφία όλου του κόσμου. Μάγισσες, πνεύματα; Ο νεαρός ποτέ δεν θα καταλάβει τι ακριβώς είναι η Λέτι και η οικογένειά της. Δεν τον ενδιαφέρει όμως. Αυτό που έχει αξία για αυτόν είναι ότι τον πίστεψαν και τον βοήθησαν.

Ο Gaiman προσεγγίζει με άριστο τρόπο την παιδική ηλικία. Ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας του χειρότερου εφιάλτη ενός παιδιού. Ο εφιάλτης δεν είναι μόνο ένα γεγονός που μπορεί να γεννήσει τον έντονο φόβο –και είμαι σίγουρη ότι όλοι σε κάποια περίοδο της παιδικής μας ηλικίας ήρθαμε αντιμέτωποι με κάτι που μας τρόμαξε σε μεγάλο βαθμό– αλλά κυρίως το ότι οι ενήλικες, όπως οι γονείς του μικρού στη συγκεκριμένη ιστορία, αδυνατούν να κατανοήσουν αυτό τον φόβο και κατά συνέπεια να βοηθήσουν στην αντιμετώπισή του. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση αυξάνει το αίσθημα της αγωνίας του αναγνώστη και αγγίζει κάτι από τη δική του (χαμένη πια;) παιδική ψυχή.  «Ο ωκεανός στο τέλος του δρόμου» δεν είναι ένα μυθιστόρημα για παιδιά, αλλά για μεγάλους. Για μεγάλους που θέλουν –ή μήπως πρέπει– να θυμηθούν τι σημαίνει να είσαι παιδί.