Με το θάρρος της πολύχρονης συνοδοιπορίας και φιλίας που με συνδέει με τον ποιητή Αντώνη Δ. Σκιαθά, θα παρατηρούσα ότι απαρτίζουμε μαζί με τον Θάνο Φωσκαρίνη μία τριάδα κοσμοπολίτικου ελληνοκεντρισμού, παγανιστική και φυσιολατρική για εμάς τους δύο, του εσωτερικού αστικού τοπίου για τον Θάνο Φωσκαρίνη. Ακόμα όμως και σ’ εκείνον η οργιαστική Φύση, έστω και ορμέμφυτα, πρωταγωνιστεί στο ποιητικό σώμα. Γονιμολατρική επανατελετουργοποίηση του νοήματος, έτσι θα χαρακτήριζα τη δουλειά μας (εκ των έσω). Πρόκειται για μια αντιπροσωπευτική τριάδα της περίφημης «γενιάς του 1980-1990» όπου παρατηρείται έντονη διατάραξη της συμβατικής σειράς των λέξεων και το υπερβατικό σχήμα κυριαρχεί. Αμφισημίες, αυτοεστιάσεις του κάθε ποιήματος, μαζί με την αναπόφευκτη αυτοαναφορικότητα και τον ερμητισμό ετούτης της γενιάς (της άνευ κοινωνικού οράματος), της προικισμένης με το στοιχείο της σκοτεινότητας κι ανοικείωσης. Ποιήματα σαν αρχαία «σήματα», οδοδείκτες, Ερμαϊκές Στήλες, σε μια οδό που δεν έχει χαραχτεί ακόμα και δημιουργείται με το κάθε πάτημά μας (και πάθημά μας, βεβαίως). Αυτή η γενιά δεν έχει κριθεί ακόμα. Πρώτον, γιατί είναι τόσες πολλές οι παντιέρες, τα δοβλέτια, τα πριγκιπάτα, τα προτεκτοράτα και οι εμπορικές αντιπροσωπείες ρευμάτων και σχολών της Αλλοδαπής… είναι τόσο πολλά λοιπόν τα μαχαίρια και τα σπαθιά έξω από το θηκάρι, που –έτσι όπως πάει– δεν θα απομείνει σχεδόν κανένας μονομάχος στην αρένα… Και δεύτερον, γιατί καταπατήθηκε από την πανταχού παρούσα κι αλαζονική «γενιά του 1970» που κατέχει τα πόστα κι έχει και το μαχαίρι και το πεπόνι. Με την εξουσία των πολλών, της ομάδας, της συντεχνίας που ενίοτε λειτουργεί και με όρους συν-μορίας (όταν πρόκειται να καταψηφίσουν και να επικαλεστούν καταστατικά, λες και βρίσκονται σε φοιτητική συνέλευση εν σωτηρίω έτει 1975!!!)… αυτή η περίφημη γενιά καταπίνει σαν μαύρη τρύπα που εμφιλοχωρεί στο κέντρο των λογοτεχνικών μας πραγμάτων κάθε τι άλλο που πάει να ξεμυτίσει, εκτός από τα αντίγραφά της βεβαίως, τα «παιδιά» και τα «παραπούλια» της που τα βραβεύει αφειδώς και τα επαινεί ανηλεώς, κάνοντάς τους κακό βέβαια, αφού τους πείθει να τεμπελιάζουν και να αναμασούν ληγμένα πρότυπα… Για τα άλλα σιγώ…

Στην παρούσα ποιητική συλλογή, που βγήκε δύο χρόνια μετά την «Ευγενία», διακρίνω: Υπερχειλίζον συναίσθημα, λελογισμένον και στα μέτρα του ανθρώπου: αυτή θα μπορούσε να είναι με μία και μόνη φράση η κριτική μου προσέγγιση στην ποίηση του Αντώνη Σκιαθά. Μοναχικά κοινωνικός και υγιώς σκεπτόμενος φέρει το ταλέντο του μήτε ως βάρος μήτε ως αμαρτία αλλά με τη φιλοσοφημένη αποδοχή του αναπόφευκτου ζηλεύοντας τη μακαριότητα των άστρων όταν λάμποντας δεν χρειάζεται να μεριμνούν περί άλλου τινός.

Η ανθρώπινη νόηση δεν έχει ρομποτοποιηθεί ακόμα πλήρως –όσο κι αν κάποιοι δήθεν διανοούμενοι συνηγορούν περί τούτου– με αποτέλεσμα να είναι μεν ντεμοντέ και «πασέ» κάθε συναισθηματική χρήση του λόγου ακόμα και στην Ποίηση, το κατ’ εξοχήν πεδίο άσκησης κοινωνικής ενσυναίσθησης μέσα από το ατομικό βίωμα. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Διά του μέρους το Όλον αποφαίνεται και διαφαίνεται. Συχνά συγχέουν τη σύγχρονη ποίηση με τη Φιλοσοφία, την Κοινωνιολογία, τη Θρησκειολογία, τη Μεταφυσική, την Ιατρική και άλλα κοινά δαιμόνια… με αποτέλεσμα να μιλάμε πια, όταν αναφερόμαστε σε κάποιο ποίημα, με όρους μεταψυχαναλυτικού δοκιμίου κι ετεροκαθορισμένης δήθεν επιστημονικότητας. Υβρίδιο δηλαδή, υβρίδιο άφιλο κι απροσδιόριστο που έχει διώξει το πλατύ κοινό από την άλλοτε δημοφιλή τέχνη της Ποιήσεως. Αρνούμενοι κάθε είδους έμπνευσιν κι αποκηρύσσοντας τη σχέση μας με τη Μούσα Ερατώ καταφέρνουμε να απαξιώσουμε μόνοι μας την τέχνη μας και να την καταστήσουμε φτωχό συγγενή της πεζογραφίας, που αυτή τουλάχιστον πουλάει, άρα ταιριάζει καλύτερα με τον καταναλωτικό ευδαιμονισμό μας.

Όχι, ο Αντώνης Σκιαθάς, όντας επιστήμων και μάλιστα καταξιωμένος, έχει τη σωστή απόσταση ασφαλείας από το δοκίμιο, μιλάει και γράφει μέσα από την καρδιά του αμιγώς ποιητικά, με τον έμφυτο κι αναπόσπαστο λυρισμό του…

Σε αυτή την ποιητική συλλογή έρχεται να ξαναδοξάσει το Αιγαίο μετά τον Οδυσσέα Ελύτη, να ξαναλατρέψει τη σελήνη μετά τη Σαπφώ να αποθεώσει τον ήλιο μετά τον Νικηφόρο Βρεττάκο, να κλάψει, να σφαδάσει και να πονέσει, να συμφιλιωθεί με τη μνήμη της απουσίας, να σκύψει πάνω από το πολυπόθητο αρχετυπικό σώμα του αιωνίου Θήλεος.

Οι δεκαέξι υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια προσδίδουν σε αυτή την ποιητική συλλογή τη χαμένη αθωότητα των αναγνωστικών της παιδικής μας ηλικίας, εκεί στη μακρινή δεκαετία του 1960, τότε που υπήρχαν και ιδανικά κι αξίες… και πρότυπα προς μίμησιν…

Παραθέτω το χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου ποίημα αυτής της συλλογής:

Πλανόδιος Μουσικός

 

της Α.Δ.Σ.

 

Στις ερημιές μου της αγάπης

αφηγούμαι

άλλοτε

τους πρόωρους βίους των αργοναυτών

και άλλοτε τις εποχές της λεηλασίας

των της Κολχίδας νυχτολούλουδων.

 

Στις ερημιές μου της αγάπης,

μοσχοβολούσαν μέντα τα λινά της ρούχα

θέριευαν ως Πανσέληνοι τ’ Αυγούστου

οι ρώγες της.

 

Στις ακρώρειες του στήθους της

πλανόδιος μουσικός

ο Έρωτας κλαίει

την Εβδόμην Ημέραν της Δημιουργίας

κλαίει

καθώς χορδίζει έγχορδο την απουσία.

 

Τι νύχτα και αυτή;

Πόσο δειλή, να θέλει

τραγούδια να ακούσει

ξενιτεμένων Τρώων.

 

Άσματα ποιων λυράρηδων

για τις απάτες των νερών

στους πλόες της αστροφεγγιάς.

εκεί, στην ωμοπλάτη του Αιγαίου.

[

Και μόνο για την προτελευταία στροφή θα άξιζε η εκτύπωση αυτής της ποιητικής συλλογής.

Μικρή παρατήρηση ρυθμολογική: θα ξανάγραφα τον πρώτο στίχο της τελευταίας στροφής ως: Άσματα ποιανών λυράρηδων…

Επίσης, στην τρίτη στροφή θα έγραφα: καθώς κουρδίζει έγχορδο την απουσία…

ή ακόμα και καθώς κεντρίζει έγχορδο την απουσία…

ενδεχομένως δε: καθώς ζαλίζει έγχορδο την απουσία.

Ακόμα, το τελευταίο δίστιχο της πρώτης στροφής θα το μετέπλαθα από

και άλλοτε τις εποχές της λεηλασίας

των της Κολχίδας νυχτολούλουδων.

(προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η αθέλητη παρήχηση του ταυ)… θα το μετέπλαθα σε:

και άλλοτε τις εποχές της λεηλασίας

Κολχίδειων νυχτολούλουδων.

Άριστον ως ποιητικό επίτευγμα βρίσκω το:

Στις ακρώρειες του στήθους της

πλανόδιος μουσικός

ο Έρωτας κλαίει…

Με τις «ακρώρειες» συνηχεί δύο στίχους μετά «ο Έρωτας» δημιουργώντας έναν ισχυρό ηλεκτρομαγνητικό παλμό στην ενεργειακή οντότητα του ευαίσθητου αναγνώστη….

Είναι αξιοθαύμαστο πώς ταιριάζουν ισπανική κι ελληνική γλώσσα στη μεταφραστική αναλογία τους, πόσο αποστασιοποιημένη είναι η αγγλική των μεταπρατών, εμπόρων, «πραγματιστών». Ξέρετε, σε αυτές τις πολύπτυχες παράλληλες αποδόσεις, εκτός από τις αντοχές και το βεληνεκές της «γλώσσας-πηγής» κρίνονται και οι δυνατότητες, η ελαστικότητα, η πλαστικότητα, το ελατόν και όλκιμον κάθε «γλώσσας-στόχου». Εδώ λοιπόν θα έλεγα ότι η λατινογενής μεσογειακή και η ελληνική γλώσσα συναντώνται πιο εύκολα από τα αντικρινά άκρα της Μεσογείου ενόσω η αγγλική φαίνεται καθαρά σαν γλώσσα μεταφοράς νοήματος-μηνύματος χωρίς τις λυρικές αποχρώσεις και τα ημιτόνια της ελληνικής… Πείτε μου αν σφάλλω… Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τη μεταφραστική δεινότητα κανενός αλλά με τις δομές, τη μουσική, το λεξιλόγιο και τις εκφραστικές δυνατότητες κάθε γλωσσικού οργάνου. Το κλίμα, η γεωγραφική θέση κι ο ψυχισμός κάθε λαού είναι αλληλένδετα έπειτα από μερικούς αιώνες… Εμείς στη Μεσόγειο κλαίμε, πονάμε, μαλώνουμε και φιλιώνουμε φωναχτά, ακόμα και στις μεταμέλειες και στις μετάνοιές μας είμαστε εκδηλωτικοί, εξωστρεφείς, χωρίς κανένα «φλέγμα», χωρίς το χαρακτηριστικό εκείνο στραγάλι που κάθεται στο λαιμό των ψευτοδιανοούμενων….

Ας ακούσουμε λοιπόν το ίδιο ποίημα σε τρεις εκδοχές (όποιος έχει την ισπανική ή την αγγλική ως μητρική του γλώσσα, ας μας βοηθήσει με τη δική του απαγγελία):

Πλανόδιος Μουσικός

 

της Α.Δ.Σ.

 

Στις ερημιές μου της αγάπης

αφηγούμαι

άλλοτε

τους πρόωρους βίους των αργοναυτων

και άλλοτε τις εποχές της λεηλασίας

των της Κολχίδας νυχτολούλουδων.

 

Στις ερημιές μου της αγάπης,

μοσχοβολούσαν μέντα τα λινά της ρούχα

θέριευαν ως Πανσέληνοι τ’ Αυγούστου

οι ρώγες της.

 

Στις ακρώρειες του στήθους της

πλανόδιος μουσικός

ο Έρωτας κλαίει

την Εβδόμην Ημέραν της Δημιουργίας

κλαίει

καθώς χορδίζει έγχορδο την απουσία.

 

Τι νύχτα και αυτή;

Πόσο δειλή, να θέλει

τραγούδια να ακούσει

ξενιτεμένων Τρώων.

 

Άσματα ποιων λυράρηδων

για τις απάτες των νερών

στους πλόες της αστροφεγγιάς.

εκεί, στην ωμοπλάτη του Αιγαίου.

 

Musico ambulante

 

a A.D.S.

 

En mis desiertos de amor

narro

unas veces

las vidas precoces de los argonautas

y otras las epocas

de la rapina, de los dondiegos

de la Colquide.

 

En mis desiertos de amor

se perfumaban de menta sus ropajes de lino

se enardecian como lunas llenas de agosto

sus pezones.

 

En las cumbres de su pecho

musico ambulante

Eros llora

durante el septimo dia de la creacion

llora

mientras vibratil afina la ausencia

 

.Que noche es esta?

Que cobarde, querer

escuchar canciones

de troyanos exiliados.

 

Cantos de que tanedor de lira

sobre los fraudes de las aguas

en los trayectos de luz estelar

alli, en el omoplato de Egeo.

 

Wandering Minstrel

 

to A.D.S.

 

In the Solitude of my love

I narrate

at times

the premature lives of the Argonauts

and at times the epochs

of looting Colchis’s

night–flowers.

 

In the Solitude of my love

her linen is redolent

of mint’s fragrance;

swelling like the full moon of August

her nipples are sung.

 

On the peaks of her breast

the wandering minstrel eros

weeps

creation’s seventh day —

keening

as he tunes the strings of her absence.

 

What a night is this!

How shy his longing

for exiled Trojans

echoing ditties in his ears.

 

Rhapsodies from masters of the lyre

as to perfidious currents

against voyagers under the light of the stars

on the broad Aegean’s shoulders.

Μια ποιητική συλλογή που αξίζει να προσεχθεί και θα προσεχθεί εξάπαντος για τις τεχνικές επιτεύξεις του Αντώνη Σκιαθά, το λυρικό του θάρρος, την εμμονή του στο τόσο παρεξηγημένο «συναίσθημα», για την τόλμη τέλος των μεταγραφέων να κονταροχτυπηθούν με το πρωτότυπο και μεταξύ τους. Επιτέλους, η νεοελληνική ποίηση ξεφεύγει από τον βαλκανικό επαρχιωτισμό της και την αρχοντοχωριατιά που οδηγούσε σε αποθεώσεις των «εισαγόμενων» σε εμπορικές αντιπροσωπείες κι αποκλειστικούς εκπροσώπους ξένων ρευμάτων και ληγμένων προ πολλού πολιτιστικών προϊόντων. Διαλέγω τη λέξη πολιτιστικών κι όχι πολιτισμικών γιατί το πρώτο αναφέρεται σε ιθαγενείς και το δεύτερο σε σκεπτόμενους ανθρώπους.

Με τον Αντώνη Σκιαθά και τη γενιά μας (ό,τι κι αν ΔΕΝ σημαίνουν αυτές οι τεχνητές κατηγοριοποιήσεις) η νέα ελληνική ποίηση προσβλέπει και προσδοκά σε μία αναβίωση, αν όχι κι ανάσταση εκ των νεκρών. Μόνο αν ξαναβγούμε έξω στο πλατύ κοινό, με το τραγούδι και τον χορό, με το θέατρο και τη συμμετοχή των μη ομοτέχνων, μόνον τότε θα πάψουμε να είμαστε μία «δραξ» αποκτηνωμένων θηρίων στον ζωολογικό κήπο που αυτοεξοριστήκαμε δίχως να είμαστε καν αξιοθέατα!

Αντώνη Σκιαθά, συμμετέχεις στο πολιτισμικό γίγνεσθαι και ως δημοσιογράφος και ως αθλοθέτης και ως κριτής. Αυτό σημαίνει ότι ασχολείσαι με την τέχνη των άλλων, με τη γραφή και τις δυσκολίες της, αφιερώνεις χρόνο και χρήμα, πόνο και ψυχή για να πάει μπροστά αυτή η υπόθεση των κατασυκοφαντημένων και περιθωριοποιημένων Ελληνικών Γραμμάτων που χάνουν καθημερινά τη μάχη της προσελκύσεως του αναγνωστικού κοινού… Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή, πολύ σύντομα, θα ευλογούμε την Κρίση για τις ευκαιρίες που μας έδωσε, για το πείσμα που μας ατσάλωσε προκειμένου να παλέψουμε όλοι μαζί για τον Ήλιο, την Αλήθεια, την Ελευθερία και τη Χαρά, που χωρίς αυτήν Δικαιοσύνη και Ισότητα δεν υπάρχουν. Βαρέθηκα όλους αυτούς που ποζάρουν (νομίζουν) για την αιωνιότητα με ύφος χιλίων καρατίων, σαν να τους έχεις σφάξει και τη μάνα και τον πατέρα μαζί! Γι’ αυτό εκτιμώ διπλά και τρίδιπλα τον φίλο ποιητή Αντώνη Σκιαθά: γιατί είναι η προσωποποίηση της ευδιάθετης αποδοχής του άλλου, του έτερου, του διαφορετικού, του σκοτεινού αντικειμένου του ιλαρού μας φόβου εν τέλει. Μόνον τα ανώτερα πνεύματα διαθέτουν χιούμορ. Κι οι καλοί ποιητές. Ο Αντώνης Σκιαθάς είναι με το σπαθί του ένας εξ υμών/ημών. Το ημών/υμών το γράφετε με ήτα ή με ύψιλον (εσείς διαλέγετε).