Η ιστορία μιας οικογένειας και ενός σεναρίου

Ο Λαρς Σόμπι Κρίστενσεν γεννήθηκε στο Όσλο το 1953. Ξεκίνησε τη συγγραφική του σταδιοδρομία το 1976 με την ποιητική συλλογή Historien om Gly. Έχει γράψει διηγήματα, βιβλία για παιδιά και μυθιστορήματα. «Ο μισοαδελφός» τιμήθηκε με το Βραβείο Σκανδιναβικής Λογοτεχνίας για το 2002 και κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2007.

Το μυθιστόρημα ξεκινά στο Βερολίνο, όπου ο Νορβηγός σεναριογράφος Μπάρνουμ Νίλσεν έχει έρθει με τον ατζέντη και παιδικό του φίλο, τον Πέντερ, για να προωθήσει τα σενάριά του στις διεθνείς κινηματογραφικές αγορές. Φθάνει καθυστερημένος στο ραντεβού, πνιγμένος στο αλκοόλ και κάνει γενικά μία πολύ κακή εμφάνιση. Όταν όμως βλέπει ένα φαξ από τη μητέρα του που του ανακοινώνει  ότι γύρισε ύστερα από 28 χρόνια ο Φρεντ, ο «μισοαδελφός» του, συνέρχεται αμέσως. Ο ήρωας θα αρχίσει μια καταβύθιση στην οικογενειακή του ιστορία, ξεκινώντας από το βιασμό της μητέρας του στο πλυσταριό της πολυκατοικίας, σε μια λαϊκή συνοικία του Όσλο, την Ημέρα της Νίκης (8 Μαΐου 1945). Η Βέρα δεν είδε ποτέ το πρόσωπο του βιαστή της, ξέρει μόνο ότι είχε εννιά δάχτυλα. Εννέα μήνες αργότερα γεννήθηκε ο Φρεντ σε ένα ταξί και ο οδηγός του έδωσε αυτό το όνομα που θα πει ειρήνη στα νορβηγικά. Έπειτα από μερικά χρόνια, εμφανίζεται στη γειτονιά ο μυστηριώδης μικροέμπορος Άρνολντ Νίλσεν με μια αμερικάνικη Μπουίκ καμπριολέ. Η Βέρα θα τον παντρευτεί γιατί την κάνει να γελά κι έτσι θα γεννηθεί ο Μπάρνουμ. Ο Μπάρνουμ τρέφει ανάμεικτα συναισθήματα για τον Φρεντ: τον αγαπά και τον φροντίζει, γιατί «αυτό το παιδί έχει πολύ θυμό μέσα του», αλλά την ίδια στιγμή αισθάνεται καταδυναστευόμενος από τον αδελφό του. Και όχι άδικα. Ο Φρεντ εμπνέει ένα είδος σεβασμού, ακόμη και δέος, στα παιδιά της γειτονιάς, αντίθετα με τον Μπάρνουμ που, εξαιτίας και του χαμηλού του ύψους, γίνεται εύκολος στόχος των εφηβικών συμμοριών. Τα δύο αγόρια μεγαλώνουν σε ένα σπίτι, όπου τρεις γυναίκες έχουν μάθει να ζουν τον περισσότερο καιρό μόνες, χωρίς άνδρα ή σύζυγο. Η Γριά (η προγιαγιά) ήρθε από τη Δανία, όπου υπήρξε ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου. Ερωτεύτηκε έναν εξερευνητή, τον Βίλχελμ, που χάθηκε στους πάγους, αφήνοντας μόνο ένα γράμμα που η οικογένεια κρατάει σαν φυλακτό και με τα χρόνια τα δύο αγόρια αποστηθίζουν. Ήταν ήδη έγκυος στην Μπολέτα, την κόρη τους, όταν εκείνος έφυγε. Η Μπολέτα απέκτησε τη Βέρα που κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο πατέρας της. Τα παιδιά λαχταρούν έναν πατέρα. Ο Άρνολντ δεν είναι ο ιδανικός, αλλά κι αυτός πεθαίνει νωρίς. Ο Φρεντ φεύγει μακριά. Ο Μπάρνουμ μένει στο Όσλο, παντρεύεται την παιδική του φίλη και προσπαθεί να ορθοποδήσει στην προσωπική και την επαγγελματική του ζωή γράφοντας σενάρια.

«Ο μισοαδελφός» είναι μία σύγχρονη οικογενειακή σάγκα, στην οποία τραγικά γεγονότα αφήνουν τη σφραγίδα τους στους ήρωες που προσπαθούν, τις περισσότερες φορές ανεπιτυχώς, να αποδράσουν από τη μοίρα τους. Δεν λείπουν, ωστόσο, οι κωμικές καταστάσεις, ενώ η ελπίδα είναι η άλλη όψη της βασανιστικής αναμονής των γυναικών: η προσμονή της Γριάς ότι ο Βίλχελμ δεν σκοτώθηκε, αλλά «κτίστηκε» στο πάγο, άρα μπορεί να βρεθεί κάποτε και η προσμονή της Βέρας ότι ο Φρεντ θα γυρίσει μια μέρα. Από την άλλη πλευρά, στη ζοφερή πραγματικότητα που ζει ο Μπάρνουμ, ξεπροβάλλει δειλά και στερεώνεται στη συνέχεια η φιλία του με τον Πέντερ και τη Βίβιαν. Υπάρχει, επίσης, και η δημιουργία: οι ιδέες που συλλαμβάνει με όλο και μεγαλύτερη καθαρότητα και που μετατρέπει σε σενάρια στην προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τον κόσμο και τον εαυτό του.

Ο συγγραφέας χωρίζει το μυθιστόρημα σε τέσσερα μεγάλα μέρη στα οποία αφηγείται, αντίστοιχα, την ιστορία των γυναικών, του Άρνολντ Νίλσεν, την παιδική και εφηβική ηλικία του Μπάρνουμ (και του Φρεντ) και την ενήλικη ζωή του κεντρικού ήρωα. Η αφήγηση είναι πρωθύστερη, ξεκινά δηλαδή από το τέλος, για να φθάσει στην αρχή και να κλείσει ο κύκλος. Το βιβλίο κρύβει πολλές εκπλήξεις, καθώς στην πορεία αποκαλύπτονται διάφορα στοιχεία που τροποποιούν την αρχική εικόνα. Ο Κρίστενσεν φαίνεται να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, επιφυλάσσοντας έναν  ιδιαίτερο ρόλο στην «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν που καθίσταται σημαντικό στοιχείο της πλοκής. Δείχνει επίσης να έχει μια προνομιακή σχέση με τον κινηματογράφο, καθώς πέρα από τις ενδιαφέρουσες θεωρητικές τοποθετήσεις που κάνει μέσω του Μπάρνουμ, «δημιουργεί» αλησμόνητες κινηματογραφικές εικόνες με τις λέξεις και το ρυθμό που τους προσδίδει. Επίσης, οι  αναφορές σε δρόμους και γειτονιές του Όσλο  συγκροτούν μια τοπογραφία της πόλης. Αψεγάδιαστη μας φάνηκε η μετάφραση από τα νορβηγικά της Δέσπως Παπαγρηγοράκη.