Η αλφάβητος της ζωής

Ο αρχαίος Κυναίγειρος, αδελφός του Αισχύλου και Μαραθωνομάχος, κατά την υποχώρηση των Περσών, μάχεται με κάθε μέσο να αποτρέψει ένα περσικό πλοίο να αποπλεύσει. Του κόβουν τα χέρια που κρατούν το πλοίο και όταν προσπαθεί με τα δόντια να εμποδίσει το φευγιό του εχθρού, τότε του κόβουν το κεφάλι. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να καταλήγει αδικαίωτος ο υπεράνθρωπος αγώνας του, ωστόσο διατρανώνεται η πεισματική βούλησή του για την εκπλήρωση ενός σκοπού – ακόμη κι αν αυτός μοιάζει να είναι παράλογος.

Ο Κυναίγειρος του Γκιμοσούλη είναι ένας 70άρης απόμαχος ηθοποιός, που έχουν δει τα μάτια του πολλά και όσο πιο πολλά έχουν δει τόσο απομακρύνεται από τους άλογους σκοπούς των ανθρώπων. Γίνεται ένας μισάνθρωπος, που σημαίνει ένας όμοιος έξω από το πλήθος, το οποίο στο βάθος, αν και το μάχεται, το αγαπάει. Ο Γιάννης-Κυναίγειρος είναι ο «έξω». Ο άλλος πρωταγωνιστής, που είναι και ο συγγραφέας, είναι ο «μέσα». Όμως ο «μέσα» μπορεί να είναι και καθένας από εμάς. Τους χωρίζει πάντα ένα κάδρο παραθύρου. Όταν αυτό ανοίγει, τότε το έξω έρχεται να συνδιαλλαγεί με το μέσα. Οι συζητήσεις δεν είναι ακύμαντες. Ο Κυναίγειρος είναι ένας άτεγκτος κριτής, δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί τον μέσα που έχει μπροστά του μπόλικο μέλλον, σε αντίθεση με τον γηραιό ηθοποιό που παίζει πλέον την παράταση της ζωής του (για να θυμηθούμε και ένα υστερόγραφο του Αναγνωστάκη) και δεν επιθυμεί να ζει άλλο με ψευδαισθήσεις. Αν συνδέει κάτι τον τωρινό Κυναίγειρο με τον αρχαίο, είναι ότι αμφότεροι έρχονται σε επαφή με το παράλογο μέσω του δικού τους παραλόγου. Η μισανθρωπία του ηθοποιού Κυναίγειρου δεν είναι αμυντική, δεν προσπαθεί να προφυλάξει τον εαυτό του από την οργή του πλήθους, αλλά είναι βαθύτατα ανθρώπινη. Και τούτο φαίνεται από τους εξαντλητικούς διαλόγους που κάνει με τον μέσα. Μιλούν για τα πάντα: για το θέατρο (συχνές αναφορές στον Κουν δίπλα στον οποίο θήτευσε), την τρέχουσα πολιτική, τη θρησκεία, τις γυναίκες (ένα από τα πάθη του Κυναίγειρου), τον Άμλετ, τον Ηράκλειτο και τον Επίκουρο, τη λογοτεχνία (αναφορές στον Κουμανταρέα και τον Ιωάννου), τη μουσική (το όνειρό του μέσα στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Νικ Κέιβ είναι χαρακτηριστικό) και κάμποσα άλλα θέματα. Κάθε κεφάλαιο είναι και ένα γράμμα της αλφαβήτου. Είναι απλώς η αφορμή για να εκτυλιχθεί μια ιστορία, να ειδωθεί ένα θέμα από διαφορετικές εκδοχές.

Ο Κυναίγειρος είναι πραγματικό πρόσωπο και μάλιστα ζει ακόμη. Επί της ουσίας, μπορεί και να μην έχει καμία σημασία αν είναι προϊόν μυθοπλασίας ή μια φιγούρα που μπορεί κανείς να συναντήσει στον δρόμο. Πολλές φορές το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Ούτως ή άλλως, πολλοί Κυναίγειροι δεν υπάρχουν. Συνήθως είναι η σιωπηρή μειοψηφία σε έναν κόσμο που έχει μάθει να φωνασκεί. Το αφήγημα του Γκιμοσούλη είναι ένα καθολικό αίτημα για ζωή, για τον σκοπό της ζωής, αν πρέπει να το συνδέσουμε με τον αρχαίο Κυναίγειρο. Ακόμη και όταν όλα καταπέφτουν, η βούληση για ζωή δεν πρέπει να καταπνίγεται. Η γυναίκα του Κυναίγειρου πεθαίνει από Αλτσχάιμερ, αλλά εκείνος δεν χάνει την πίστη και το κουράγιο του. Μπορεί να είναι ένας ηδονοθήρας, αλλά τη συζυγική κλίνη δεν την αμαύρωσε. Ήρθε κοντά με μια νεότερη γυναίκα μόνο όταν η γυναίκα του αποχώρησε. Και τότε τον βρήκε εκείνον το κακό. Ένας καρκίνος στον πνεύμονα, μια σκιά επικείμενου θανάτου. Φευ, ούτε κι αυτή ήταν ικανή να τον καταβυθίσει. Αντιθέτως, η τελευταία σκηνή του βιβλίου είναι ένα υπερρεαλιστικό πέταγμα πάνω από την πόλη. Ο συγγραφέας πιπιλίζει ένα χρώμα που του δίνει ο έξω, γελούν και οι δύο, γελάει και η θάλασσα. Και τότε, εκείνη την ακριβή στιγμή της υπέρβασης του υλικού κόσμου, ο Κυναίγειρος διατρανώνει την αγάπη του για τη ζωή. Πέρα από θρησκείες και απαγορεύσεις αποφαίνεται πως πρέπει να είμαστε ευτυχείς που θα πεθάνουμε διότι αποδεικνύεται ότι ζήσαμε. Σε αντίθεση με άλλους που δεν θα πεθάνουν ποτέ επειδή ακριβώς δεν κατάφεραν να γευτούν το δώρο της ζωής. Το βιβλίο του Γκιμοσούλη, όπως και όλα τα τελευταία, έχει μια έντονα εμπειρική επίγευση και διατρανώνει το άδολο μυστήριο της ζωής, των παράξενων πραγμάτων που τη διατρέχουν, των ζωτικών ρευμάτων που την κινητοποιούν. Ακόμη και αν ο μέσα και ο έξω χαθούν, κάποιοι άλλοι θα πάρουν τη θέση τους. Το παράθυρο που θα τους ενώνει και θα τους χωρίζει οφείλει να είναι πάντα ανοιχτό. Αν κλείσει, αν διακοπεί αυτός ο διάλογος ανάμεσα στον μεγάλο κόσμο και τον εσωτερικό χώρο κάθε ανθρώπου, τότε η ζωή θα σταματήσει να τραγουδάει. Ναι, τότε η παράλογη μάχη του Κυναίγειρου θα μείνει αδικαίωτη και άνευ λόγου ύπαρξης.