Βραβευμένος με το βραβείο Goncourt πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, ο Mahir Guven έκανε μια δυναμική είσοδο στη γαλλική λογοτεχνική σκηνή το 2017 με την έκδοση του μυθιστορήματός του «Μεγάλος αδερφός». Γεννημένος στη Νάντη το 1986, παιδί προσφύγων (μητέρα από την Τουρκία και πατέρας Κούρδος από το Ιράκ), μεγάλωσε με τη γιαγιά του στα προάστια της γαλλικής πόλης. Και σίγουρα κομμάτια της δικής του ιστορίας βρίσκονται μέσα στην ιστορία που αφηγείται στο πρώτο του μυθιστόρημα.

Ο Μεγάλος αδερφός εργάζεται ως οδηγός ταξί σε μια εταιρεία τύπου Ούμπερ. Επί έντεκα ώρες κάθε μέρα, κλεισμένος μέσα στο αυτοκίνητό του και στριμωγμένος μέσα στο καλό κοστούμι που πρέπει να φορά, μεταφέρει κόσμο σε όλο το Παρίσι. Και αγωνιά για την τύχη του Μικρού αδερφού, τον οποίο έχει να δει τρία χρόνια. Ο Μικρός αδερφός, μορφωμένος και με κοινωνικές και θρησκευτικές ανησυχίες, εργαζόταν ως νοσηλευτής, ώσπου μια μέρα εντάχθηκε σε μια μουσουλμανική ΜΚΟ και έφυγε για τη Χάμα της Συρίας για να βοηθήσει ως νοσηλευτής στο υποτυπώδες νοσοκομείο της περιοχής. Και με εξαίρεση ορισμένα σύντομα μηνύματα, δεν έχει δώσει άλλα σημεία ζωής στην οικογένειά του. Ώσπου μια μέρα, αφήνοντας έναν πελάτη στον σταθμό λεωφορείων, ο Μεγάλος αδερφός νομίζει ότι τον βλέπει να κατεβαίνει από ένα λεωφορείο που έχει φτάσει από τη Γερμανία. Είναι αλήθεια αυτός ο αδερφός του; Κι αν είναι, γιατί δεν επισκέπτεται την οικογένειά του; Γιατί δεν επικοινωνεί, έστω, μαζί τους; Αυτές οι απορίες βασανίζουν τον Μεγάλο αδερφό, μέχρι που χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού του και θα βρεθεί αντιμέτωπος με δύσκολες καταστάσεις.

Ο «Μεγάλος Αδερφός» είναι μια ιστορία από τις πολλές που θα μπορούσαν να έχουν ως αφετηρία τους τα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού, τα οποία ο συγγραφέας περιγράφει με οξυδέρκεια και καυστικό χιούμορ. Η οικογένεια του πρωταγωνιστή έχει σημαδευτεί από την πρόωρη απώλεια της Γαλλίδας μητέρας, ο Σύρος πατέρας, που έχει εγκαταλείψει την πατρίδα του εξαιτίας των κομμουνιστικών ιδεών του, εργάζεται ως οδηγός ταξί ατέλειωτες ώρες και παραδίδει τελικά την ανατροφή των δυο γιων του στα χέρια της ηλικιωμένης μητέρας του. Ο Μεγάλος αδερφός ξαφνικά κατατάσσεται στον στρατό και στέλνεται στο Τσαντ, όπου ανάμεσα σε αναμετρήσεις, κατανάλωση χασίς και απώλειες, σχεδόν χάνει τον εαυτό του και στέλνεται πίσω στην πατρίδα. Λίγο Γάλλος και λίγο Σύρος, ανίκανος να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη μοίρα που περιμένει τα παιδιά των υποβαθμισμένων περιοχών, «χαρακώνεται» στην καμπίνα του ταξί που οδηγεί. Ο Μικρός αδερφός, ανήσυχος και πρόθυμος να προσφέρει όπου υπάρχει ανάγκη, φεύγει για την πατρίδα του πατέρα του πιστεύοντας ότι μπορεί να προσφέρει πολλά, ότι θα βρει τον τόπο που ανήκει. Λίγο Γάλλος και λίγο Σύρος, ανίκανος να ενσωματωθεί ουσιαστικά στον τόπο που τον υποδέχθηκε, συνειδητοποιεί ότι η πραγματικότητα που βιώνει απέχει από αυτά που σκεφτόταν ότι θα ζούσε.

Η ιστορία αυτής της γαλλοσυριακής οικογένειας ξεδιπλώνεται μέσα από τις εναλλασσόμενες αφηγήσεις του μεγάλου και του μικρού αδερφού, οι οποίοι με το ιδιαίτερο αφηγηματικό ύφος τους ο καθένας αλληλοσυμπληρώνουν τόσο την οικογενειακή ιστορία, όσο και τη γενικότερη κατάσταση στη Γαλλία, τις συνθήκες στις οποίες καλούνται να επιβιώσουν οι μουσουλμανικής καταγωγής οικογένειες μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις που δέχτηκε η γαλλική πρωτεύουσα. Όλα αυτά δίνονται μέσα από την ιδιαίτερη διάλεκτο αυτών των γειτονιών, την οποία έχει μεταφέρει εκπληκτικά στα ελληνικά η μεταφράστρια Λίζυ Τσιριμώκου. Και μέσα από την απρόσμενα ισορροπημένη οπτική του πρωταγωνιστή που αντιλαμβάνεται ότι η διπλή καταγωγή του δεν αποτελεί προσόν, ότι θα πρέπει να είναι πάντα επιφυλακτικός και με τις δύο πλευρές που θέλουν να τον ελέγξουν, ότι θα πρέπει να προστατεύσει με νύχια και με δόντια ό,τι είναι δικό του, δηλαδή την οικογένειά του. Κι αν το κεφάλαιο του επιλόγου ανατρέπει κάποια από τα δεδομένα του μυθιστορήματος, το κάνει τονίζοντας τα κυρίαρχα συναισθήματα και ερωτήματα που το διατρέχουν. Ποιος είμαι; Πού ανήκω; Ως πού μπορώ να φτάσω για τους δικούς μου ανθρώπους;