«Δεν υπάρχει πόνος πιο βαθύς
από τη θύμηση μιας ευτυχισμένης εποχής…» (σελ. 121)
Dante Alighieri, Θεία Κωμωδία, Κόλαση, Άσμα πέμπτο
«Mea mihi conscientia pluris est quam omnium sermo» (σελ. 151)
(Η συνείδησή μου είναι για μένα πιο σημαντική από τις κουβέντες των ανθρώπων)
Κικέρων
Ο Ιταλός δραματουργός, ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Luigi Pirandello γεννήθηκε το 1867 στον αρχαίο Ακράγαντα, στη νότια Σικελία και πέθανε το 1936 στη Ρώμη. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι είναι ελληνικής καταγωγής και ότι το επώνυμό του είναι παραφθορά του ελληνικού Πυράγγελος. Σπούδασε νομικά, φιλολογία και γλωσσολογία στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Ρώμης και της Βόννης και δίδαξε ιταλική φιλολογία στο ανώτατο ινστιτούτο της Ρώμης. Ο πολυμήχανος συγγραφέας ταξίδεψε ανά τον κόσμο για να ικανοποιήσει το ανήσυχο πνεύμα του. Το εν λόγω έργο το έγραψε το 1904, εν μέσω της οικονομικής καταστροφής του πατέρα του, και όπως έλεγε, ή θα ήταν αυτό ή η αυτοκτονία. Καθιερώνεται ως συγγραφέας μετά τη μεγάλη απήχηση του βιβλίου και ακολούθησαν αρκετά ακόμη, όμως η συγγραφή θεατρικών έργων ήταν αυτή που τον κατέταξε στο πάνθεον της λογοτεχνικής αθανασίας. Σημαντικότερα από τα πάνω από 40 θεατρικά του είναι τα: «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)», «Η ηδονή της τιμιότητας», «Όλα σε καλό», «Να ντύσουμε τους γυμνούς», «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» και φυσικά το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Θεωρείται ένας από τους πρόδρομους του Θεάτρου του Παραλόγου, ενώ το θεατρικό του ύφος έγινε ευρύτερα γνωστό ως «πιραντελισμός». Στα έργα του κυριαρχεί η ψυχολογική ανάλυση των ηρώων του, ενώ ενυπάρχουν ποικίλα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Leonardo Sciascia στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ο Πιραντέλο μαζί με τον Κάφκα και τον Μπόρχες είναι οι μοναδικοί συγγραφείς του 20ού αιώνα που έδωσαν φωνή στις ανησυχίες, στα τραύματα και στον φόβο μας, μετρίασαν το άγχος και την απελπισία μας και μας βοήθησαν να ζήσουμε. Τιμήθηκε με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής στο Παρίσι και το 1934 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για τη συνολική προσφορά του έργου του.
Ο Ματία Πασκάλ μένει στο χωριό Μιράνιο στην Ιταλία και κατάγεται από πλούσια οικογένεια. Όταν έχασε τον πατέρα του σε ηλικία τεσσάρων χρονών, ο Ματία, ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του Ρομπέρτο και η άβουλη και μειλίχια μητέρα του οδηγήθηκαν στην οικονομική καταστροφή. Ενήλικας πια διάγει μία ανιαρή ζωή και εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη του δήμου, στην οποία δεν «πατάει» άνθρωπος. Αποφασίζει να γράψει τα παράξενα βιώματά του σε ένα χειρόγραφο κατόπιν προτροπής του καλού του φίλου δον Ελίτζιο Πελεγκρινότο. Το χειρόγραφο θα ανοιχτεί 50 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Θα γράψει για το πώς ερωτεύτηκε τη Ρομίλντα Πεσκατόρε και πώς την παντρεύτηκε σε μια ατυχή συγκυρία γεγονότων, αλλά και για την τραγωδία που βίωσε ως πατέρας. Όταν κηρύσσεται εσφαλμένα νεκρός, ο Ματία θα βρει την ευκαιρία να ζήσει μία δεύτερη ζωή όπως θα την ήθελε ως Αντριάνο Μέις. Θα ταξιδέψει ανά την Ευρώπη ελεύθερος, τυχοδιώκτης, θα κερδίσει χρήματα, αλλά θα καταλήξει στη Ρώμη όπου θα τον ερωτευτεί η Αντριάνα Καποράλε. Δύο χρόνια μετά, όμως, «πεθαίνει» κατά λάθος ξανά και τότε αποφασίζει να «αναστηθεί» στον τόπο του μια και για πάντα μέχρι τον «τρίτο» και οριστικό θάνατό του. Ποια ζωή όμως περιμένει εκεί στο χωριό του τον τέως μακαρίτη;
Ο νομπελίστας συγγραφέας –από τους πιο δηκτικούς και διεισδυτικούς σύγχρονους κλασικούς – επιχειρεί μία διερεύνηση της ανθρώπινης ταυτότητας και του ανθρώπινου ψυχισμού. Η αφήγηση γίνεται με έντονα θεατρικά στοιχεία και διαλόγους με κωμικοτραγική απόδοση. Ο αναγνώστης επίσης θα διακρίνει στα 18 σύντομα κεφάλαια του μυθιστορήματος πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Ρηξικέλευθο, αποπειράται να αποτινάξει τον ζυγό των κοινωνικών συμβάσεων αλλά και να καταδείξει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος –ως άλλος Άμλετ– σε αντιδιαστολή με τον αρχαίο (π.χ. τον Ορέστη) είναι ανήμπορος και αδύναμος να δράσει «χωρίς να έχει συναίσθηση των ορίων της πράξης του» (σελ. 210).
To κωμικό στοιχείο ενυπάρχει μαζί με το τραγικό και αποδίδουν στο βιβλίο την απαραίτητη διεισδυτικότητα. Πάνω από όλα όμως το έργο είναι η πρώτη μεγάλη «μεταμόρφωση» της λογοτεχνίας των αρχών του 20ού αιώνα προσεγγίζοντας το αφηγηματικό παράλογο. Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον πρόλογό του ο Δημήτρης Στεφανάκης, ο φιλοσοφικός στοχασμός συναντά τη διακειμενικότητα με αναφορές στον Ντοστογιέφσκι και στον αυτοσχεδιασμό του Θερβάντες και του Σαίξπηρ, εξυψώνοντας το έργο του Σικελού συγγραφέα ως το σημαντικότερο ιταλικό μυθιστόρημα στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Στο τέλος της αφήγησης και με την απολαυστική μετάφραση της Δήμητρας Δότση, ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί για τη φάρσα της ζωής, τον θάνατο, «δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη ζωή, αν με κάποιον τρόπο δεν εξηγήσουμε τον θάνατο!» (σελ. 177), την υπόσταση και τα όρια της ατομικής του ελευθερίας και θα αμφιβάλλει για την παντοτινή, διαχρονική αλήθεια. Και όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο αυτί του βιβλίου, τίποτα δεν είναι αληθινό και καθετί δύναται να είναι αληθινό.