Stranger in a Strange Land

Κάποιοι άνθρωποι ό,τι και να τους δώσεις,

ζητούν ακόμα το φεγγάρι.

Ντενίς Λέβερτοφ

Υπάρχουν κάποια έργα που ξεπερνούν κατά πολύ τις προσδοκίες του αναγνώστη από ένα απλό συγγραφικό πόνημα, αφήνοντάς τον έκθαμβο μπροστά στις πύλες διαστάσεων και κόσμων πέρα από τις πέντε αισθήσεις. Ο «Λόφος των Ονείρων» (1907) ανήκει σ’ αυτό το σπάνιο είδος, αφού είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα καλογραμμένο βιβλίο της λογοτεχνίας του Φανταστικού: πρόκειται για ένα αληθινό μυητικό κείμενο με τη μορφή μυθιστορήματος από τον μεγάλο Ουαλλό συγγραφέα και μυστικιστή Άρθουρ Μάχεν (1863-1947).

Αν μιλήσουμε με τους συμβατικούς όρους της κριτικής παρουσίασης ενός βιβλίου, το κείμενο διηγείται την ιστορία ενός νεαρού στην αγγλική επαρχία του 19ου αιώνα που έχει το ”σαράκι” της λογοτεχνίας. Απαξιωμένος από τους συνανθρώπους του αφού δεν έχει ούτε οικονομικά μέσα ούτε κοινωνική θέση, βρίσκει καταφύγιο στη φλογερή του φαντασία και τις υψηλές φιλοδοξίες να μεταφέρει στο χαρτί τις ανείπωτες, μεταφυσικές εμπειρίες που βιώνει περιπλανώμενος στα σκοτεινά δάση και στα ρωμαϊκά ερείπια της ουαλλικής υπαίθρου: φαύνοι και νύμφες τον καλούν κοντά τους, μυστικές πόλεις ανοίγονται μπροστά του, τα στοιχεία της Φύσης του αποκαλύπτουν τη μαγική τους δύναμη.

Ο Λούσιαν- ήτοι ο Φωτισμένος- αγωνίζεται νυχθημερόν να γράψει το βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ για την παράλληλη πραγματικότητα στην οποία ζει, αλλά οι προσπάθειες αποβαίνουν άκαρπες. Φεύγει για το Λονδίνο, όπου κλεισμένος σ’ ένα άθλιο δωμάτιο και μη έχοντας καμιά επαφή με την κοινωνία την οποία περιφρονεί όπως ακριβώς τον περιφρόνησε, αφοσιώνεται στο μεγάλο έργο του. Η Άλλη Πλευρά τον κερδίζει όλο και περισσότερο, όσο πιο βαθιά προχωρά μέσα της τόσο χάνει τον μίτο του γυρισμού στον κόσμο των ανθρώπων – ώσπου τελικά το Όνειρο ”καταπίνει” τον Ονειρευόμενο που δεν μπορεί ούτε θέλει πια να επιστρέψει…

Λέξη τη λέξη, σελίδα τη σελίδα, ο συγγραφέας – με γλώσσα ποιητική γεμάτη συναίσθημα και κέλτικο λυρισμό, ανοίγει μια πύλη για έναν ονειρικό κόσμο του οποίου η σκοτεινή γοητεία παρασύρει όχι μόνο τον Λούσιαν αλλά και τον αναγνώστη. Η περίτεχνη γραφή του είναι γεμάτη ”πορτραίτα” της φύσης αλλά και των αστικών τοπίων: δέντρα, κοιλάδες, ποτάμια, δρόμοι, σπίτια, ερείπια… , όλα είναι ζωντανά συμμετέχοντας στην αφήγηση ως πρόσωπα που επηρεάζουν την πλοκή και καθορίζουν την πορεία του μοναχικού ήρωα. Παράλληλα, ο Μάχεν ασκεί δριμεία κριτική στην ανθρώπινη κοινωνία και τον υλισμό στον οποίο είναι παραδομένη ενώ αποδίδει τη διαδικασία της γέννησης ενός βιβλίου -τον επώδυνο τοκετό του συγγραφέα για να φέρει στη ζωή την έμπνευσή του- τόσο ρεαλιστικά που ακόμα και εκείνοι που δεν έχουν το δαιμόνιο της συγγραφής, κατανοούν και συμπάσχουν.

Άξια συγχαρητηρίων είναι η λογοτεχνική απόδοση του κειμένου από τον Παντελή Γιαννουλάκη, ενώ ο πρόλογος του Λόρδου Ντάνσανυ είναι ένα επιπλέον ”δώρο” για τους αναγνώστες που αγαπούν τη λογοτεχνία του Φανταστικού, αν και «Ο Λόφος των Ονείρων» πόρρω απέχει απ’ αυτόν τον στενό χαρακτηρισμό. Ο Άρθουρ Μάχεν δημιουργεί ένα κρυπτικό έργο υψηλής αισθητικής, πλασμένο με τον τρόπο των παλιών δασκάλων της Τέχνης: αποκαλύπτει, με την αλληγορία του μύθου και με την αλφάβητο των συμβόλων, ”τα άρρητα” σε όσους θέλουν και μπορούν να τα αποκωδικοποιήσουν. Περισσότερο απλά δεν μπορούν να ειπωθούν…