Το αστυνομικό μυστήριο ως πρόσχημα

Στην Αθήνα του 1941, στην Αθήνα της Κατοχής τοποθετεί την ιστορία του πρώτου του μυθιστορήματος ο δημοσιογράφος Πάνος Αμυράς. Ένας μυστηριώδης φόνος πρέπει να εξιχνιαστεί και η πορεία προς τη λύση του μετατρέπεται σε μια διαδρομή σε μια πόλη που αργοπεθαίνει.

Ανήμερα της γιορτής του ο υπαστυνόμος Νίκος Αγραφιώτης καλείται να επιστρέψει στην ενεργό δράση έπειτα από μήνες σε καθεστώς διαθεσιμότητας εξαιτίας της κλοπής της σβάστικας από την Ακρόπολη. Η υπόθεση που του αναθέτουν είναι τόσο μπερδεμένη όσο και επικίνδυνη. Το προηγούμενο βράδυ, ένας λοχαγός των Ες Ες, ο οποίος είχε σταλεί από τον Γκέμπελς για να ερευνήσει μια υπόθεση, δολοφονείται άγρια στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία. Ο υπαστυνόμος αρχίζει να ερευνά την υπόθεση και από την πρώτη στιγμή συναντά εμπόδια και προβλήματα, καθώς ενδιαφέρον για την υπόθεση δεν δείχνουν μόνο οι κατοχικές δυνάμεις, αλλά και η ίδια η κυβέρνηση. Οι προσπάθειές του να συλλέξει πληροφορίες τον οδηγούν σε παράνομα καζίνο και καμπαρέ, στα κεντρικά γραφεία της Γκεστάπο, αλλά και στο νοσοκομείο για παιδιά που διευθύνει ο Ερυθρός Σταυρός. Όσο περισσότερο ψάχνει να βρει τη λύση, τόσο πιο κοντά στον κίνδυνο βρίσκεται, αφού φαίνεται ότι πίσω από αυτή τη δολοφονία κρύβονται πολλά μυστικά. Μαυραγορίτες, διεφθαρμένα στελέχη της Ειδικής Ασφάλειας και αδίστακτοι αξιωματικοί των Γερμανών κατακτητών προσπαθούν να τον εμποδίσουν, αλλά απρόσμενοι σύμμαχοι τον οδηγούν στη λύση και ταυτόχρονα τον καθιστούν συνεργάτη σε ένα παράτολμο σχέδιο που θα βοηθήσει χιλιάδες ψυχές.

Βασικό χαρακτηριστικό της ιστορίας είναι ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο εξελίσσεται: γεγονότα και συναντήσεις οδηγούν σε αποκαλύψεις, αλλά και σε νέα μυστικά που πρέπει να ξεσκεπαστούν, αντίπαλοι καλά κρυμμένοι προσπαθούν να σταθούν εμπόδιο στον δρόμο του υπαστυνόμου, για να καταφέρουν μόνο να ενισχύσουν το πείσμα του να αποκαλύψει την αλήθεια. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ένας υπαστυνόμος που είναι αποφασισμένος να φτάσει στην αλήθεια, που δεν διστάζει να τα βάλει ακόμα και με τους ίδιους τους κατακτητές εγκλωβίζοντάς τους στην ίδια την παγίδα που θέλουν να του στήσουν. Μέσα από τις συναντήσεις του με μυθιστορηματικά αλλά και με αρκετά ιστορικά πρόσωπα, φαίνεται ξεκάθαρα η σκληρή πραγματικότητα της Αθήνας του 1941. Και αυτό μας οδηγεί στο χαρακτηριστικότερο σημείο του μυθιστορήματος, στην αξιοπρόσεκτη και τόσο πιστή περιγραφή της Αθήνας της εποχής: στους δρόμους, στις γειτονιές και στα κτήριά της  –μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μπορεί κάποιος να σχηματίσει εικόνα για την αρχιτεκτονική εξέλιξη της ελληνικής πρωτεύουσας– αλλά κυρίως στη δυστυχία της, στην πείνα, στον λιμό που οδήγησε έναν λαό στην εξαθλίωση και στον θάνατο. Έτσι, χωρίς να υποβαθμίζεται η αξία του, το αστυνομικό μυστήριο γίνεται το πρόσχημα για να παρουσιαστεί γλαφυρά μια σκληρή πραγματικότητα, μέσα από εικόνες που σημαδεύουν το μυαλό του αναγνώστη.

«Ο λιμός» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν εξαντλείται στο αστυνομικό μυστήριο αλλά συνδυάζει την περιπέτεια με την ιστορική καταγραφή παραδίδοντας στον αναγνώστη μια πολύ αξιόλογη πρώτη εμφάνιση στη λογοτεχνική σκηνή.