«Δεν με ενδιέφερε μόνο το απέραντο και αέναο, με ενδιέφερε και το απρόσιτο, το καλά θωρακισμένο». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό ακριβώς είναι και η συγγραφική εμμονή της. Με παραμέτρους τους κήπους, τους μοναχικούς κι αλλόκοτους ήρωες, τα παλιά σπίτια, τη λαβωμένη πόλη. Στα μυθιστορήματά της «Η υπηρέτρια των αγγέλων», εκδόσεις Εστία, 1994, «Η κυρία του σπιτιού», εκδόσεις Εστία, 1996, «Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα», εκδόσεις Εστία, 1999, «Στη δροσιά των κήπων μου», εκδόσεις Εστία, 2001, «Ακραία καιρικά φαινόμενα», εκδόσεις Εστία, 2003, «Τα κορίτσια της πλατείας», εκδόσεις Πόλις, 2006 και στη συλλογή διηγημάτων «Από γυαλί», εκδόσεις Κέδρος, 2011.

Στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Ο λεμονόκηπος», η σκηνοθέτης και συγγραφέας Μαρία Γαβαλά επανεξετάζει την εφηβεία και την ενηλικίωση μέσα από δυο φίλες. Την Ιωάννα που περνώντας από φωτιά και σίδερο τελικά γίνεται σεφ και τη Σμαράγδα που γίνεται ηθοποιός εξ αρχής. Ανάμεσά τους ένας ολόκληρος κόσμος, ο δυσδιάκριτος κόσμος της εποχής μας. Ο πατέρας της Ιωάννας και ο σκηνοθέτης και εραστής της Σμαράγδας, ο Κινέζος εραστής της Ιωάννας και μια Αθήνα με τα περίχωρα που χωρά τα πάντα. Από τον μαγευτικά απειλητικό λεμονόκηπο των παιδικών χρόνων της Ιωάννας έως τα κινέζικα εστιατόρια που ξεφύτρωναν για χρόνια σε κάθε γωνιά, τους μικρούς θιάσους και τα θερινά θέατρα, τις σοφίτες, τα υπόγεια και τα ρετιρέ, τους δρόμους και τα καφέ των μεγάλων ξενοδοχείων. Σε πρωταγωνιστικό ρόλο οι αναμνήσεις που μπορεί να είναι και οι παιδικοί εφιάλτες ή οι φόβοι μας, η αναζήτηση σεξουαλικής και υπαρξιακής ταυτότητας, του βασικού νοήματος του καθενός στη ζωή.

Η συγγραφέας των λεπτών αποχρώσεων με ατμόσφαιρα και απόσταση χτίζει τις ηρωίδες της κι έναν ολόκληρο κόσμο. Με λεπτή ειρωνεία και χιούμορ, ακόμα και στα πιο δύσκολα, και ψυχαναλυτικές αλήθειες σε μονοπάτια και δύσβατες καταστάσεις. Αριστουργηματική η σκηνή της αρχής με την Ιωάννα στον κήπο. Οι διάλογοί της, θεατρικοί σχεδόν, υπαινικτικοί και ταυτοχρόνως αποκαλυπτικοί, με την «Ωραία και το τέρας» του Κοκτώ να μπαινοβγαίνει.

Καθοριστικό το μότο του βιβλίου, «Τελικά οι πίνακές μου βγαίνουν μέσα από τα σκοτάδια μου, όπου η παιδική ηλικία πρέπει να έστησε το βασίλειό της, μια για πάντα, και ποδοπατά τη σύνεσή μου με τη γνωστή της σκληρότητα» (Ζαν Κοκτώ, Demarche d’ un poete, 1953), θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί και το επιστέγασμα του μυθιστορήματος αλλά και ολόκληρου του συγγραφικού έργου της Μαρίας Γαβαλά.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι πιο κοντινές αποστάσεις είναι πραγματικά αποστάσεις αδιάβατες, και οι μεγάλοι μας άγνωστοι, εν τέλει, οι οικείοι μας ξένοι. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου και μετά θάνατον «γνωρίζει» η Ιωάννα τον πατέρα της. Ούτως ή άλλως οι άλυτες σχέσεις συνεχίζονται στο άπειρο μέχρι να λυθούν ή να κοπούνε.