“Οι χαμένες, στα σαλόνια και τα λεφτά, ψυχές”
Ο ψυχίατρος με την εξαργυρωμένη ψυχή

Η Ιρέν Νεμιρόβσκυ γεννήθηκε στο Κίεβο το 1903. Μετά την επανάσταση του 1917, εγκαταστάθηκε με τους γονείς της στη Γαλλία. Το πρώτο της μυθιστόρημα Ντέιβιντ Γκόλντερ (1929) γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Εβραϊκής καταγωγής, συνελήφθη μαζί με τους γονείς της σε ένα χωριό όπου είχαν καταφύγει το 1940 μετά την εισβολή των Γερμανών. Μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς όπου και είχε τραγικό τέλος. Η κόρη της μετέφερε για χρόνια σε μια βαλίτσα το τελευταίο της χειρόγραφο, η Γαλλική σουίτα, που εκδόθηκε το 2004 και απέσπασε το βραβείο Renaudot. Ήταν η πρώτη φορά που το βραβείο αυτό δινόταν σε βιβλίο που εκδόθηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα.

Στο Κύριος των ψυχών, ο Ασφάρ Ντάριο, γεννημένος στην Κριμαία και με καταγωγή ελληνική και ιταλική, καταφεύγει με τη γυναίκα του στη Γαλλία το 1920. Χάνουν το πρώτο τους παιδί από πείνα. Σπουδάζει Ιατρική, αλλά το παρουσιαστικό του και η φανερά ξενική προφορά του κρατάνε τον ανέστιο γιατρό έξω από τους καλούς κύκλους που πλήρωναν καλά. Όταν όμως η γυναίκα του γεννάει το δεύτερο παιδί τους, υποχρεώνεται, για να σώσει αυτή τη φορά το παιδί του από την πείνα, να κάνει μια παράνομη έκτρωση. Το γεγονός σηματοδοτεί και την αλλαγή στη ζωή τους. Ανεβαίνει οικονομικά και κοινωνικά, αλλά κατηφορίζει σε μονοπάτια που η ηθική του δεν θα του επέτρεπε πριν. Δεν τον νοιάζουν οι αρχές και έχει κατεδαφίσει τα όρια, αφού δεν πεινάει πια, γιατί, εκτός από το φαγητό, ικανοποιεί και όλες τις άλλες ορέξεις του.

Η αφήγηση, βασισμένη σε περιγραφές και στην εναλλαγή διαφορετικών κόσμων στον ίδιο χώρο, κάνει την ανάγνωση ενδιαφέρουσα. Η πείνα, το λαϊκό παρελθόν, οι καταβολές, το φευγιό, η καθημερινή αγωνία γεμίζουν ζωντανά τις σελίδες. Το «σχεδόν δικός μας» που ακούει, μοίρα όλων των μεταναστών, είναι και η απόδειξη πού τον κατατάσσουν. Τη στιγμή του σάλτου, δεν έχει περιθώρια. Το δίλημμα ξεφτίζει τη στιγμή της γέννησής του και παρασέρνει τον αναγνώστη να ταξιδέψει μαζί του. Η σταδιακή είσοδός του στα σαλόνια, οι γνωριμίες, οι περιγραφές της ψεύτικης ζωής, του κουτσομπολιού, του συμφέροντος, τον παγιδεύουν σε  ένα κυνηγητό χρήματος χωρίς τέλος. Οι κρυμμένες όμως αδυναμίες και οι θαμμένες πληγές αυτού του κόσμου, ενός κόσμου χωρίς ψυχή, τον κάνουν να βρει τρόπο να γιατρεύει αυτό που, αν και δεν καθοδηγεί τη συμπεριφορά των ανθρώπων αυτής της τάξης, τους κάνει να υποφέρουν. Η ψυχή τους δεν γιατρεύεται, αλλά απλώς ψάχνει ανακούφιση για να μπορεί το σώμα τους να ζει τις διαστροφές του και τις αρρώστιες των πλουσίων. Πάντα όμως, ανάμεσα σε όλα αυτά, σαν μνημείο υπενθύμισης τού πριν, υπήρχε μια αχτίδα αγάπης. Ικανοποιημένης, δίπλα του, ή ανικανοποίητης, μακρύτερά του.

Αν όμως, όπως λέει ο Καζαντζάκης, ο καθένας βάφει τον παράδεισο και την κόλαση με τα δικά του χρώματα, έτσι και ο, αποκαλούμενος πια, καθηγητής Ασφάρ, θα ζήσει τη δική του κόλαση, μέσα σε αυτόν τον βαμμένο με τις δικές του μπογιές παράδεισο. Το ποια χρώματα είναι πιο ανεξίτηλα, μένει στον αναγνώστη να τα βρει, προφανώς σύμφωνα και με τα δικά του προσωπικά χρωματολόγια.

Η γλώσσα της Νεμιρόβσκυ και η απόδοσή της από την Έφη Κορομηλά, που έκανε τη μετάφραση, είναι απλή, μα όχι απλοϊκή. Παρότι το βιβλίο  είναι ευκολοδιάβαστο, είναι τόσο όμορφα δεμένα οι καταστάσεις και τα συναισθήματα, ώστε αισθάνεσαι να ζεις ολοζώντανα  εκείνες τις στιγμές των σαλονιών, των δολοπλοκιών και της προσωπικής κατάπτωσης.

Σημείωση:  Στους αναγνώστες του βιβλίου, θα συνιστούσα να παρακάμψουν το μακροσκελή πρόλογο των ΟΛΙΒΙΕ ΦΙΛΙΠΠΟΝΑ, ΠΑΤΡΙΚ ΛΙΕΝΑΡΝΤ, και να διαβάσουν κατευθείαν το μυθιστόρημα. Ας κοιτάξουν μετά το κείμενο αυτό που περιγράφει με άλλες εκφράσεις όσα θα έχουν ήδη καταλάβει από το μυθιστόρημα.