Ο Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ (γεν.1960) είναι κορυφαίος Γάλλος θεατρικός συγγραφέας με σπουδές στη φιλοσοφία και με πανεπιστημιακή καριέρα. Ωστόσο, το θέατρο και η λογοτεχνία τον κέρδισαν και αφοσιώθηκε εν τέλει σε αυτά με αποτέλεσμα να επιτύχει τη διεθνή καταξίωση ως ο σημαντικότερος Γάλλος θεατρικός συγγραφέας της τελευταίας δεκαετίας. Έργα του έχουν ανέβει στις σκηνές 30 τουλάχιστον χωρών, από την Ιαπωνία και την Ισπανία μέχρι τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Έχει επίσης συγγράψει μυθιστορήματα και δοκίμια. Έχει βραβευτεί με διακρίσεις, όπως με το Μεγάλο Βραβείο θεάτρου της Γαλλικής Ακαδημίας. Χαρακτηριστικά της γραφής του είναι ο αντισυμβατικός τρόπος και ο σαρκασμός του.
Η νουβέλα «Ο κύριος Ιμπραήμ και τα άνθη του Κορανίου» αποτελεί το δεύτερο μέρος της αφηγηματικής τριλογίας του συγγραφέα με τίτλο «Τριλογία του αοράτου», και αναφέρεται, χωρίς κανένα ίχνος διδακτισμού, ηθικολογίας ή θρησκευτικού προσηλυτισμού, στις αρετές του σουφισμού, μιας αίρεσης του μουσουλμανισμού, κυρίως όσον αφορά στα εγκόσμια και στα καθημερινά ζητήματα. Γενικότερα, η τριλογία αυτή θεματικά κινείται γύρω από το περιεχόμενο τριών θρησκειών, του βουδισμού, του μουσουλμανισμού και του χριστιανισμού. Το πρώτο μέρος της τριλογίας είναι το βιβλίο ʺMilarepaʺ, που αναφέρεται στο βουδισμό. Το τρίτο μέρος της τριλογίας, «Η Τελευταία νύχτα πάνω στη Γη», αναφέρεται στο χριστιανισμό.
Το βιβλίο «Ο κύριος Ιμπραήμ και τα άνθη του Κορανίου» αποτελεί ένα δραματικό μονόλογο που όμως μπορεί να διαβαστεί και ως νουβέλα με πολλούς διαλόγους. Πρόκειται για την ιστορία του Μωυσή, ενός εντεκάχρονου εβραιόπουλου που ζει με τον πατέρα του σε μια λαϊκή συνοικία του Παρισιού, καθώς η μητέρα του τους εγκατέλειψε όταν ο ίδιος ήταν μωρό. Χρονικά βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1960. Ο πατέρας του, αποτυχημένος δικηγόρος και ιδιόρρυθμος-δύσθυμος άνθρωπος, κάθε άλλο παρά τον στηρίζει και τον συμβουλεύει. Δεν υπάρχει ουδεμία επικοινωνία μεταξύ τους. Αυτό το κενό στη σχέση τους έρχεται να το καλύψει ο κύριος Ιμπραήμ, ο μουσουλμάνος μπακάλης της γειτονιάς του, που τον επισκέπτεται για τα καθημερινά ψώνια. Ο πατέρας του Μωυσή δεν του δίνει πολλά χρήματα και έτσι ο Μωυσής κλέβει τακτικά από τον παντοπώλη ο οποίος παρ’ όλο που το αντιλαμβάνεται δεν τον τιμωρεί, αλλά προσπαθεί να τον βοηθήσει προτείνοντάς του λύσεις εξοικονόμησης χρημάτων με νόμιμο τρόπο, όπως με την αντικατάσταση φθηνότερων προϊόντων για το κρασί του πατέρα του, τον καφέ και το φαγητό. Έτσι σταδιακά αναπτύσσεται ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα στον Μωυσή και τον μουσουλμάνο παντοπώλη, ο οποίος είναι ένας σούφι και το βιβλίο στο οποίο βασίζεται είναι το Κοράνι. Η σοφία του ωστόσο αφορά στα εγκόσμια.
Η θρησκεία αντιμετωπίζεται από τον Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ ως κάτι άγνωστο, κάτι που αναδύεται μέσα από την αφήγηση της ιστορίας χωρίς κανένα ίχνος ηθικολογίας και διδακτισμού. Ο πατέρας του Μωυσή δηλώνει: «Όχι˙ ποτέ μου δεν κατόρθωσα να πιστέψω στον Θεό». Ο Μωυσής του απαντά: «“Τι εννοείς ‘δεν κατόρθωσες’; Θες να πεις ότι πρέπει να προσπαθήσει κανείς;” Κοίταξε γύρω του, το μισοσκότεινο διαμέρισμα. “Για να πιστέψεις ότι όλα αυτά έχουν κάποιο νόημα; Ναι: πρέπει να προσπαθήσεις πολύ”» (σελ.39).
Ο κύριος Ιμπραήμ συμβάλλει κατά πολύ στην ενηλικίωση του Μωυσή διδάσκοντάς του τα μυστικά της ζωής και ταξιδεύοντας μαζί του. Όταν η μητέρα του θα επιστρέψει, ο κύριος Ιμπραήμ είναι αυτός που θα τον συμβουλεύσει τι πρέπει να κάνει. Σε ένα ταξίδι του Μωυσή με τον κύριο Ιμπραήμ, ο παντοπώλης τον βάζει κλείνοντάς του τα μάτια να αναγνωρίσει διαφορετικούς οίκους λατρείας από τη μυρωδιά τους. Εδώ φαίνεται πώς ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τις θρησκείες: οι διαφορές τους σύμφωνα με αυτόν είναι εντελώς επιφανειακές. Οι ετικέτες, οι ταμπέλες και τα δόγματα (θρησκευτικά και μη) δεν έχουν σημασία. Η ανθρωπότητα έχει σημασία: αυτό είναι το μάθημα που ο Μωυσής μαθαίνει από τον παντοπώλη.
«Ο κύριος Ιμπραήμ και τα άνθη του Κορανίου» αποτελεί μια ελκυστική ιστορία όπου η αφήγηση γίνεται με κοφτό και αφοπλιστικό τρόπο, απόλυτα πειστικό. Αυτό το ύφος υπηρετεί με πιστότητα και η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.