Πολλά παιδιά έχουν την τάση να κλέβουν μικροπράγματα χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για εκκολαπτόμενους λωποδύτες! Μερικοί ενήλικες μάλιστα διατηρούν το «χούι» να κλέβουν, πού και πού, κάτι μικρό από ένα μαγαζί. Ένας γνωστός μου έχει εξειδικευτεί στα στυλό. Του αρέσει να κλέβει από χαρτοπωλεία στυλό, αυτό και τίποτα άλλο. Το πάθος του συλλέκτη φαίνεται ότι συνδυάζεται με τη γλύκα του κλεψιμαίικου και προσδίδει στο λάφυρο μια ιδιαίτερη λάμψη. Σίγουρα θα παίζει ρόλο και η αδρεναλίνη που ανεβαίνει κατά τη διαδικασία της διεξαγωγής του εγκλήματος! Για το παιδί όμως που κλέβει πράγματα συστηματικά είναι αλλιώς. Πίσω από την πράξη του κρύβεται ένα έλλειμμα. Έλλειψη προσοχής, στοργής, φιλίας και αγάπης. Μια αγωνία, ένα άγχος ή μια στεναχώρια. Αν δεν σκύψεις να δεις την αιτία και απλώς επιπλήξεις τον μικρό δράστη, όταν αντιληφθείς την «παραβατική» του συμπεριφορά, μπορεί να γιατρέψεις το σύμπτωμα, όχι όμως και την αιτία που το προξένησε.

Ο μικρός Γαβρήλος λιμπίζεται τα ολοκαίνουρια και λαμπερά μολύβια της διπλανής του, της Τζίνας. Αυτά δεν είναι μολύβια, είναι αληθινοί θησαυροί. Έχουν σούστες που πάνω τους κουνιούνται γατούλες, καρδούλες κι αυτοκινητάκια κάθε φορά που το μολύβι της Τζίνας τρέχει πάνω στο τετράδιο. Ο Γαβρήλος ζηλεύει. Στο διάλειμμα τα παιδιά δεν τον παίζουν κι η μαμά του, πάλι, σπάνια του αγοράζει καινούργια χαρτοσχολικά. Είναι φανερό ότι δεν έχουν την οικονομική άνεση της οικογένειας της Τζίνας. Οι γονείς του Γαβρήλου δουλεύουν σκληρά και προσέχουν τα έξοδά τους. Ένα κανονικό μολύβι και μια κανονική γόμα είναι ό,τι πρέπει για να βγάλει το παιδί τη χρονιά. Ο Γαβρηλάκης έχει άλλα σχέδια. Θα φροντίσει να φτιάξει τον δικό του θησαυρό ξεγελώντας (έτσι νομίζει) τον καταστηματάρχη, ενώ φροντίζει να εξαφανίσει και τον θησαυρό της Τζίνας.

Η γιαγιά του Γαβρηλάκη, η δασκάλα και ο καταστηματάρχης τελικά αποδεικνύονται σοφοί και πολύτιμοι βοηθοί στη μεταστροφή του μικρού ήρωα. Η αγάπη και η φροντίδα εμφανίζονται τελικά στη ζωή του μικρού επειδή κι εκείνος έκανε ένα μικρό βήμα για να αποκαλυφθούν. Αυτή η απλά και κατανοητά γραμμένη ιστορία δείχνει τη βαθιά γνώση της παιδικής ψυχής και της σχολικής ζωής που έχει η συγγραφέας. Ποιος θυμάται και μπορεί να αποδώσει καλύτερα τη γοητεία που ασκούν τα στολισμένα μολύβια και οι γομολάστιχες στα παιδιά από μια εκπαιδευτικό και συγγραφέα με ευαίσθητη ματιά; Αυτοί οι «θησαυροί» των παιδιών δεν αντιστοιχούν άλλωστε με το χρήμα στη ζωή των ενηλίκων; Το κυνήγι του χρήματος ως σκοπός ζωής δε δηλώνει μια ένδεια συναισθηματικής ζωής; Γι αυτό το βιβλίο αυτό βοηθάει τους μικρούς αναγνώστες να σκεφτούν τι είναι αυτό που πραγματικά έχουν ανάγκη. Βοηθάει όμως και τους γονείς να αξιολογήσουν το χαμόγελο και την προσοχή που πρέπει να δείχνουν στα παιδιά, ακόμη κι όταν εργάζονται σκληρά.

Η Έλενα Αρτζανίδου είναι πτυχιούχος του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Α.Π.Θ. και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 γράφει βιβλία για παιδιά, ανάμεσα στα οποία το «Με λένε Πρόμις» (που έχει συμπεριληφθεί στο περιοδικό The White Ravens, 2007), «Tα γυαλάκια της Μαλένας», «Τα σιδεράκια της Φαρφίρως», «Κόκκινα χρυσά παπούτσια», «Ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια», «Ο γίγαντας κοιμάται», «Τα 95 φεγγάρια του κόσμου μας» και «Η πόλη του βασιλιά». Το «Τέλος φθινοπώρου» είναι μυθιστόρημα για ενηλίκους.