Στην κοιλιά του τέρατος
Να σε καταπιεί ένας κροκόδειλος κι όμως να ζεις και να βασιλεύεις μέσα στην κοιλιά του, ως άλλος Ιωνάς, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί. Ναι, είναι κάτι που ξεπερνάει τα παραδεδεγμένα όρια της λογικής συνάφειας των πραγμάτων, ωστόσο τούτο το παράλογο μειδίαμα του Ντοστογιέφσκι, στα όρια της φάρσας του γκροτέσκου ή της αλληγορίας (στα πρότυπα του Γκόγκολ), φτάνει για να ορίσει μια νέα κατάσταση στη σύμβαση δημιουργού-αναγνώστη.
Σε διαφορετική περίπτωση κανένα έργο του Ιονέσκο, του Αραμπάλ, του Άλμπι ή του Αντάμοβ δεν θα γίνονταν αποδεκτά. Καίτοι οι δύο νουβέλες, «Κροκόδειλος» και «Μπόμποκ», δεν ανήκουν στα μείζονα έργα του Ρώσου δραματουργού, λόγω της διαφορετικότητάς τους από το σύνολο του έργου του μετατρέπονται, αίφνης, σε αντικείμενο παρατήρησης και ενδοσκόπησης για τους λόγους που ώθησαν τον Ντοστογιέφσκι να καταπιαστεί με τη συγγραφή τους.
Να ήθελε να χρησιμοποιήσει το σκώμμα ως άλλο όπλο για να κατακεραυνώσει τους αντιπάλους του; Ας μην ξεχνάμε πως την περίοδο που έγραψε αυτές τις δύο νουβέλες βρισκόταν σε φάση ολοκλήρωσης η συντηρητική στροφή του, ενώ στην Αγία Πετρούπολη μαινόταν ένας ιδεολογικός πόλεμος χαρακωμάτων που δεν άφησε ανεπηρέαστο τον Φιοντόρ.
Ήταν άραγε ο συγγραφέας του βιβλίου «Τι να κάνουμε;», Νικολάι Τσερνιτσέφσκι, η αιτία που ο Ντοστογιέφσκι καταπιάστηκε να γράψει την εν λόγω νουβέλα; Να τον επηρέασε τόσο καίρια το γεγονός ότι ο Τσερνιτσέφσκι κατέληξε εξόριστος στη Σιβηρία για τις απόψεις του; Ο Ντοστογιέφσκι, σύμφωνα με τα δικά του γραπτά, απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις όποιες αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις και τάσσεται έντονα κριτικά σε όσους αναφέρουν πως ο «Κροκόδειλος» είναι μια κλασική αλληγορία. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το έργο, τόσα χρόνια μετά τη συγγραφή του, στέκεται αυτόνομα, καίτοι ανολοκλήρωτο, για το ύφος και τη διάθεσή του να προκαλέσει, να παροξύνει και να περιπαίξει.
Τι γίνεται όταν δημόσιος λειτουργός, που ποτέ δεν κατάφερε να διαγράψει σημαντική πορεία στην υπηρεσία του και ουδείς περίμενε από αυτόν ένδοξα επιτεύγματα, καταφέρνει να γίνει το κέντρο της προσοχής; Ο συγκεκριμένος το… πετυχαίνει όταν γίνεται λεία ενός κροκόδειλου που εκτίθεται στον θαυμαστό εκθεσιακό χώρο του Πασσάζ. Ο άνδρας, όμως, δεν βρίσκει τραγικό θάνατο: αντιθέτως, ζει μια χαρά στην καουτσουκένια κοιλιά του ερπετού και από εκεί εγκολπώνεται τον νέο του εαυτό που αίφνης έχει αποχωρήσει από την ασημαντότητά του και έχει μετατραπεί σε «θέμα της πόλης». Γύρω του αρχίζουν να εξυφαίνονται διάφορες αντίρροπες κοινωνικές δυνάμεις που, μέσα στη μικροπρέπεια, στη μωροφιλοδοξία και στον πνιγηρό επαρχιωτισμό τους, προσπαθούν να κερδίσουν κάτι από αυτήν την εξόχως παράδοξη κατάσταση.
Η σάτιρα του Ντοστογιέφκι για τη διαπάλη μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων της Πετρούπολης είναι προφανής, ακόμη και αν ο δημιουργός της το αρνείται πεισματικά. Το παράδοξο, η θεατρική υπαινικτικότητα, το καυστικό χιούμορ θάλλουν στο κείμενο με τρόπο αψεγάδιαστο.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το περισσότερο υπαινικτικό «Μπόμποκ», όπου το τραγικό στοιχείο, μέσω μιας εκ νέου εξωλογικής πραγματικότητας, μετατρέπεται σε ωρυγή μοναχικότητας και απομόνωσης του ανθρώπου από την κοινωνία. Οτιδήποτε δεν ακολουθεί τη γενική νόρμα φαντάζει ξένο, άρα και εχθρικό, άρα και μονήρες. Περιφέρεται στην πόλη ως ιδέα και λιγότερο ως σώμα. Είναι βουτηγμένος μέσα σε μια ονειρική διάσταση και εκεί μέσα ακούει τους νεκρούς να συνομιλούν μεταξύ τους σαν να είναι ακόμη ζωντανοί. Ακούει κάποιον να φωνάζει «μπόμποκ, μπόμποκ». Αυτός είναι ο ήρωας της συγκεκριμένης νουβέλας, κάτι που αυτομάτως δημιουργεί μια νοητική και λογοτεχνική γέφυρα με «Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου» που ο Ντοστογιέφσκι συνέγραψε το 1877, αλλά και τον πυρετώδη άνθρωπο του «Υπογείου». Σε αυτή την περίπτωση το παράλογο δεν έχει την κατακριτική διάθεση του «Κροκόδειλου» – λειτουργεί περισσότερο ως ενδοσκοπική νύξη, ως άλκιμος εσωτερικός πόνος, ως αντίφωνο μιας κοινωνίας που συνθλίβει ό,τι ξεφεύγει από τον κλασικό κανόνα της πνιγηρής ομοιοστασίας.
Αμφότερες οι ιστορίες έχουν μεταφραστεί ξανά στα ελληνικά και έχουν διαβαστεί επαρκώς – όπως άλλωστε όλα τα έργα του Ρώσου τραγικού. Τούτη η έκδοση δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να εντρυφήσει στα ενδότερά τους μέσω του επαρκέστατου επίμετρου της Βιργινίας Γαλανοπούλου, αλλά και ενός κειμένου «επί προσωπικού» του Ντοστογιέφσκι στο οποίο προσπαθεί επιμόνως να αντικρούσει τους επικριτές για τις πραγματικές λαβές που τον ώθησαν να συγγράψει τον «Κροκόδειλο».
Η μετάφραση ανήκει στη Σταυρούλα Αργυροπούλου.