«Αν δεν διέθεταν χρήματα και γνωστό όνομα θα ήταν πεινασμένοι καλλιτέχνες, σαν αυτούς που περιφρονεί η εξουσία. Ταλέντο, μυαλό, χάρισμα – τίποτα από αυτά δεν έδινε πραγματική υπόσταση όπως το χρήμα» (σελ. 122)

Η γεννημένη το 1974 Καμίλα Λέκμπεργκ είναι Σουηδή συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας –η οποία έχει εκδώσει επίσης παιδικά βιβλία (σειρά 12 βιβλίων Super-Charlie) και βιβλία μαγειρικής επιχειρηματίας, στιχουργός και μητέρα τεσσάρων παιδιών από τρεις συντρόφους. Αν και απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα στη διοίκηση επιχειρήσεων και ασχολήθηκε με τα οικονομικά, εντούτοις ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής σε συνδυασμό με το πάθος της για το διάβασμα (σε ηλικία 12 ετών είχε διαβάσει τα περισσότερα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι), αποτέλεσε το έναυσμα για τη συγγραφική της καριέρα. Η πολυβραβευμένη συγγραφέας, επονομαζόμενη «βασίλισσα της αστυνομικής μυθοπλασίας και του σουηδικού νουάρ» και «Σκανδιναβή Αγκάθα Κρίστι» με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα σε πάνω από 60 χώρες παγκοσμίως, είναι η πιο ευπώλητη συγγραφέας της Σουηδίας και η έκτη στην Ευρώπη. Κυκλοφορούν η σειρά Φιελμπάκα (11 βιβλία), η διλογία εκδίκησης της Φέι, τρεις νουβέλες, και δύο βιβλία από τη συνεργασία της με τον πνευματιστή Henrik Fexeus της σειράς Μίνα και Βίνσεντ. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με την προσωπική της πορεία στο συγγραφικό πεδίο, ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στη συνέντευξη που μου παραχώρησε, ορμώμενη από την έκδοση του πέμπτου βιβλίου της με πρωταγωνιστές τον Πάτρικ και την Ερίκα (τον εναλλακτικό εαυτό της Καμίλα).

Το πρώτο Σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου βρίσκει τη διάσημη συγγραφέα Ερίκα Φαλκ και τον αστυνομικό σύζυγό της Πάτρικ Χέντστρεμ με τα τρία τους παιδιά Νούελ, Άντον και Μάγια να ζουν ευτυχισμένοι στη Φιελμπάκα της Σουηδίας. Όλα θα αλλάξουν όταν ένα Σάββατο θα βρεθούν στο Στούρα Οτέλ  προσκεκλημένοι στη χρυσή επέτειο γάμου του 80χρονου φετινού νικητή του Νόμπελ Λογοτεχνίας Χένινγκ Μπάουερ και της 70χρονης συζύγου του, επιφανούς εκδότριας Ελίζαμπεθ. Στο πάρτι είναι καλεσμένοι, μεταξύ άλλων, οι δύο γιοι του ζευγαριού Πέτερ και Ρίκαρντ. Ο Πέτερ έχει δύο γιους, τον Μαξ και τον Βίλιαμ, που απέκτησε με την πρώτη του γυναίκα Σέσιλι ενώ τώρα είναι παντρεμένος με τη Λουίζ κι ο Ρίκαρντ είναι παντρεμένος με την Τίλντε. Ο καλός φίλος του Χένινγκ και διάσημος φωτογράφος Ρολφ Στένκλο και η δεύτερη σύζυγός του Βίβιαν είναι κι αυτοί καλεσμένοι.

Το 1980 στη Στοκχόλμη, η 6χρονη Τζούλια Μπέργκρεν (Πίτε) μεγαλώνει πια μόνο με τον πατέρα της Λαρς Κρίστερ Μπέργκρεν σε ένα δυάρι που υπενοικιάζουν, μετά  τον θάνατο της μητέρας της Μόνικα Σούλμπεργ το 1974. Η Πίτε καλεί πολύ συχνά στο σπίτι της τον καλό της φίλο Σίγκε με τον οποίο περνάει αξέχαστες στιγμές ανέμελου παιχνιδιού. Ο Λαρς είναι πια η τρανς Λόλα και δουλεύει στο πασίγνωστο κλαμπ Αλέξας, το επονομαζόμενο Στούντιο 54 της Στοκχόλμης.

Την Κυριακή η καθαρίστρια Φάνι Κλίντμπεργ θα κάνει μια μακάβρια ανακάλυψη. Τότε ο Πάτρικ, η Άνικα, ο Γιέστα Φλίγκαρε, ο Μάρτιν Μολίν, η Πάουλα Μοράλες, ο Πέντερσεν κι ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος του Τανουμσχέντε Μέλμπεργκ  Μπέρτιλ σε συνεργασία με τη Φεριντέ Μέρτσα αναλαμβάνουν δράση. Ποια είναι η σχέση της ελιτίστικης πολιτιστικής λέσχης Μπλανς, του σκηνοθέτη Ούλε και της Σουζάν Χόβλαντ αλλά και των πλούσιων και διανοούμενων μελών της με ένα δεύτερο έγκλημα που συγκλονίζει ακόμη περισσότερο με την αγριότητά του τη μικρή κοινωνία του γνωστού ψαροχωριού πριν καν προλάβει να επεξεργαστεί το πρώτο;

Η ενδέκατη περιπέτεια του επιθεωρητή Πάτρικ και της αγαπημένης του Ερίκα είναι γεγονός, και οι εκατομμύρια φανατικοί αναγνώστες της συγγραφέως ανυπομονούν να εισέλθουν για ακόμη μία φορά στην ασφυκτική κοινωνία του παγωμένου, παραθαλάσσιου σουηδικού χωριού. Αυτή τη φορά, τα πάντα διαδραματίζονται πολύ γρήγορα, σε μερικές μέρες και η πλοκή ολοκληρώνεται σε τρεις εβδομάδες. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται ο εξαιρετικά λακωνικός επίλογος κι οι ευχαριστίες της συγγραφέως.

Πέραν αυτής καθαυτής της αστυνομικής πλοκής και των ραφιναρισμένων εναλλαγών ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν που μας έχει συνηθίσει η συγγραφέας, οι οποίες δένουν αριστοτεχνικά την αφήγηση και ξαφνιάζουν ευχάριστα το αναγνωστικό κοινό, το στοιχείο που προβάλλει και τονίζει εμφατικά σε κάθε ευκαιρία που της δίνεται αυτή τη φορά είναι και το καταλυτικότερο και πιο σημαντικό. Αναφέρομαι φυσικά στην άνιση μάχη που μαίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες και μη δυτικές κοινωνίες ανάμεσα στην προνομιακή λευκή υπεροχή των καλλιεργημένων, επιτυχημένων και καταξιωμένων ανθρώπων υπεράνω πάσης υποψίας και τις κάθε λογής περιθωριοποιημένες και μη μειονότητες που πασχίζουν να συμβιώσουν σε αυτές, υπό το αβάσταχτο βάρος της καταπίεσης και κακοποίησης από τα παραπάνω αναγνωρισμένα και σπουδαίου κύρους άτομα και να βρουν στιγμές να αναπνεύσουν στις εκσυγχρονισμένες πόλεις, και των οποίων οι φωνές σπάνια ακούγονται. Η συγγραφέας προσδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτή την αέναη κοινωνική ανισότητα υφαίνει ένα αφήγημα με γλαφυρό ύφος και καθώς η πλοκή γίνεται ολοένα και πυκνότερη, η τελική αναμέτρηση θα έρθει κοφτά, ωμά με ακατέργαστο τρόπο και συνοπτικές διαδικασίες και το βιβλίο θα τελειώσει, γεγονός που δεν έχουν συνηθίσει οι αναγνώστες της. Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο, η συγγραφέας βιάζεται για την κάθαρση και δεν θέλει να καθυστερήσει και τον αναγνώστη, κι ας μην το γνωρίζει εκείνος, που ανυποψίαστος διαβάζει. Κάποιες φορές o «κούκος» ακούγεται διαπεραστικά δυνατά και το ράμφισμά του φτάνει βαθιά, μέχρι το κόκκαλο, κι ας τσακιστεί το ράμφος του στην προσπάθεια.