Ο καλός και βραβευμένος εικαστικός έρχεται πάλι εδώ, σε αυτό το κομψό τομίδιο να καταθέσει τη διαρκή διαμαρτυρία της ποιητικής ψυχούλας του για την κατάσταση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Προτεστάντης του εφικτού, οραματιστής του ανέφικτου, σαν τον «Καλιγούλα» του Καμύ, ζητάει το Αόρατο και το θέλει τώρα. Ουδεμία παιδικότης, κανείς ναρκισσισμός εφηβικός ή παλιμπαιδίζων. Η ποίηση του Γιάννη Δ. Στεφανάκι είναι «οικο-λογική» και για τούτο πολιτική, κοινωνικώς προσανατολισμένη. Ούτως ή άλλως έρχεται από μία γενιά πολιτικοποιημένη κι ως εκδότης του ιστορικού περιοδικού «Νέο Επίπεδο» συμπληρώνει ό,τι με τη ζωγραφική του δεν γίνεται να μεταφέρει. Οι λέξεις έχουν τη δική τους ζωγραφική ουσία κι όταν ειπωθούν με τα ανάλογα ηχοχρώματα γίνονται βέλη και σαΐτες και όπλα μυθικά…

Αντί για motto διαλέγει το:

Κρεμασμένος στην άκρη του σύννεφου

κεντάω στίχους

βγάζοντας γλώσσα

στη βροχή που μ’ απειλεί.

Συμβολισμοί βατοί κι ευανάγνωστοι. Η αλχημεία του δεκαπεντασύλλαβου στο επόμενο ποίημα με τίτλο «Αρνήθηκα την κολυμπήθρα» (σελ. 8).

Ο μινιλιμασμός στην απόλυτη εφαρμογή του: τέσσερις στίχοι δέκα και οχτώ λέξεις στη σελ. 11:

Πήρα μαζί μου φεύγοντας ένα ποτάμι·

                             τώρα ξερό

 

                             πώς να χωρέσει μέσα σε τέσσερις τοίχους

                             ένα ποτάμι ξερό

Ας προσέξουμε την απουσία στίξης και την κυματοειδή ρυθμολογία. Η συνειδητοποίηση του ανέφικτου πρωταγωνιστεί και στο επόμενο ποίημα της σελίδας 12. Ενώ το συντομότερο ποιητικό επίτευγμα, με πέντε μόλις λέξεις, είναι ο στίχος:

Του γκιόνη ο ήχος καλοκαίρι (σελ. 13)

Μάθημα για πολλούς φληναφηματολογούντες «περιγραφικούς» πονητές που ξεδιπλώνουν τις ιστορίες τους να μουλιάσουν στο σάλιο των αυλοκολάκων τους. Όχι, ο Γιάννης Δ. Στεφανάκις δεν έχει ανάγκη από ψεύτικα τρόπαια και χάλκινα που αλαλάζουν. Είναι αυθεντικός ποιητής, ουσιαστικός μύστης, αναζητητής της Αλήθειας με μια αξιοθαύμαστη οπτικότητα που αναιρεί κάθε τι «μεταφυσικό» χωρίς όμως να αρνείται την ύπαρξη του Άρρητου, του Άφατου και του Υπερβατικού. Απλώς δεν τον κυνηγάει. Αφήνεται να πιαστεί στα δίχτυα του χωρίς να μεμψιμοιρεί, δίχως να σπαρταράει σαν ψάρι στο δίχτυ.

Στο ποίημα της σελίδας 14 το μέσον κι ο σκοπός καταλήγουν σε ένα ευσύνοπτο συμπέρασμα:

 

Έχεις βρει

                             αυτό που εγώ ψάχνω

                             με χρώματα με λέξεις και κοπίδια

 

                             στρίμωξες τον ήλιο στο ποτάμι

                             κάνοντας το δέντρο να μιλήσει

                             τον θυμό του ανέμου κατάλαβες

                             και τη σκιά διάφανη

                             στεφάνι έπλεξες

 

                             Το άσχημο είναι πως

                             εσύ δεν το γνωρίζεις

Δίπτυχα ποιήματα κι άλλοτε τρίπτυχα ή πολύπτυχα συμβάλλουν σε μιαν αφηγηματική καθαρότητα ξένη αλλά όχι και παράταιρη στους μετά το μεταμοντέρνο καιρούς μας που διψούν για το συγκεκριμένο και το σαφές… που κάποτε ήτανε συνώνυμο κι εκδήλωση του σοφού.

Με χαρά ο τρελός τού χωριού

                             εφρόντιζε

                             τα ταπεινά τα πετεινά και τους αγίους

 

                             άγιος ήταν ο καθείς

                             που έτοιμο είχε το χαμόγελο

                                      και στα πόδια

                                                φτερά αγγέλου στο χορό

 

                             Για τα ταπεινά· πετεινά

                             ποτέ του δεν κατάλαβε

                             ή έτσι εμείς πιστεύαμε

Ο παρηχητικός αναγραμματισμός ταπεινά-πετεινά, η αύξηση στο ε-φρόντιζε, το ασύνδετο σχήμα λόγω απουσίας στίξεως και οι συχνοί διασκελισμοί καταδεικνύουν μια σοφή αρχιτεκτονική, ένα προσεκτικά μελετημένο σχέδιο κάτω από το διαυγές και γάργαρο (ηχητικώς και εικονογραφικώς) αποτέλεσμα.

Εδώ θα κλείσω για να μην «προδώσω» ολάκερη την ποιητική αυτή σύνθεση και καταστρατηγήσω κάθε νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων. Η δουλειά όμως του κριτικού είναι να συμβαδίζει με τον επαρκή αναγνώστη, να συμπορεύεται και να προπορεύεται ενίοτε.

Γιάννης Δ. Στεφανάκις: μια από τις πιο σαφείς και προφητικές ποιητικές φωνές του καιρού μας. Εικαστικός καλλιτέχνης, εκδότης λογοτεχνικού περιοδικού κι ανήσυχος πνευματικός άνθρωπος, είναι ποιητής εξ ανακλάσεως κι όχι χάριν κάποιας εμμονικής νευρώσεως. Η γραφή του, απολύτως πολιτική και κοινωνικοποιημένη, δεν έχει καμία σχέση με τη μεταμοντέρνα ομφαλοσκόπηση των εγωκεντρικών ναρκίσσων, αλλά λειτουργεί μάλλον ως ηχηρή διαμαρτυρία για το εδώ και το τώρα ενός πολιτισμού που πνέει τα λοίσθια ασθμαίνοντας.