Στα απάτητα μέρη της Cheeverland

Κρυμμένος και αποσιωπημένος από την ελληνική εκδοτική παραγωγή, ο Τζον Τσίβερ μοιάζει να κατέχει τη θέση του «υπέροχου άγνωστου». Καίτοι δεν αποτελεί θύμα κάποιας περίεργης πλεκτάνης (sic), εντούτοις τούτη η έκδοση –επί της ουσίας εμπνευσμένο εράνισμα των πιο αντιπροσωπευτικών διηγημάτων του–, είναι η πρώτη που κάνει την εμφάνισή της στα μέρη μας.

Ηχηρό παράδοξο, από τη στιγμή που κατέχει μια εξέχουσα θέση στα αμερικανικά λογοτεχνικά πράγματα· τοποθετημένος -εδώ και χρόνια-, στο θρονί που κάθεται ο Απντάικ και ο Φιτζέραλντ.

Ο Τσίβερ είναι -κυρίως- ανατόμος και λιγότερο συγγραφέας ωμού ρεαλισμού. Διαχωρίζει τα του δέρματος και της ψυχής. Εισβάλλει πλαγιομετωπικά στα ενδότερα. Είναι επικίνδυνος «διαφθορέας», όπως και ο συμπότης του, Ρέιμοντ Κάρβερ.

Ωστόσο, η δική του πρόζα, αν και άμεση, διεισδυτική, ευθύβολη, ενίοτε και καυστική, δεν καταλήγει σε έναν περίκλειστο ζόφο, δίχως δυνατότητα διαφυγής.

Ακόμα και αν όλα κρέμονται από μια κλωστή, πάντα θα υπάρχει ένα υπέροχο δειλινό και η λάμψη των φύλλων ενός δέντρου, για να ισορροπήσουν τα πράγματα.

Αυτό που διαχωρίζει τον Τσίβερ από τον Κάρβερ (υφολογικά, πάντως, έχουν πολλά κοινά) και γενικότερα από την «Αγία Τριάδα» της “Dirty realism” (Κάρβερ, Γουλφ, Φορντ), είναι η απαντοχή.

Η κοινωνική διαστρωμάτωση των ηρώων του ποικίλλει: από τους παρίες της low life, μέχρι τους μεσοαστούς της τακτοποιημένης απάθειας. Σε όλους, όμως, η έννοια του κώδικα τιμής, των ηθικών αναστολών, της παλινδρόμησης ανάμεσα στο καλό και το κακό, το πρέπον και το κοινωνικώς απορριπτέο, είναι πάντα ενεργή. Οι λυρικές εξάρσεις των επιλογών τους αγγίζουν τα όρια της ανθρώπινης τραγωδίας.

Η δύναμη του Τσίβερ είναι ότι μετατρέπει την ευταξία της μεσαίας τάξης σε καλοζυγισμένη κόλαση· και το αντίστροφο. Έτσι που δύσκολα διακρίνεις, στο τέλος, πού κρύβεται -πραγματικά- ο κίνδυνος. Πρόκειται για «σκάψιμο» γεμάτο δυναμισμό, συμπόνια και ανθρωπισμό.

Ο Τσίβερ κοιτάζει πίσω από τις καλοραμμένες κουρτίνες των σαλονιών. Το βλέμμα του διαπερνάει τις μυρωδιές του ψητού στο τραπέζι, τις κλαγγές των πιρουνιών, τα αβαθή στόματα των ηρώων που θέλουν να μιλήσουν αλλά δεν κατέχουν τη γλώσσα της ψυχής τους. Κάτω από την ήρεμη επιφάνεια μιας ζωής γεμάτης προοπτικές, όνειρα και αστική καλλιέργεια, κρυφογελάει η δίνη της θλίψης, του επισφαλούς, της μάταιης προσπάθειας.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Τσίβερ χαρακτηρίστηκε ο «Τσέχωφ των προαστίων» για τον τρόπο που διαχειρίζεται την απλότητα των καθημερινών συμβάντων. Αυτός ο «Δάντης των κοκτέιλ πάρτι», δίνει στις λέξεις του μια ορμή, σε σημείο που κάθε πρόταση καταλήγει σε ένα ράγισμα. Οι διακυμάνσεις της εικονοποιίας του έχουν μια κινηματογραφική χροιά, που δίνει ρυθμό στη δράση. Δεν είναι τυχαίο ότι «Ο Κολυμβητής» -το ομώνυμο διήγημα της παρούσας συλλογής-, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1968 από τον σκηνοθέτη Φρανκ Πέρι με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνκαστερ.

Ο λογοτεχνικός βίος του Τσίβερ ακολούθησε τα βήματα της ζωής του. Το έργο του χωρίζεται στα πρώτα έργα των θλιμμένων προαστίων και στη μετέπειτα ασφάλεια που του παρείχε η μετακόμισή του στη βορινή (πλούσια) Νέα Υόρκη. Ο πραγματικός τόπος του, όμως, είναι η επινοημένη «Σέιντι Χιλ» (οι κριτικοί την ονόμασαν «Cheeverland»), μέσα στην οποία οι ήρωές του ανασαίνουν, σπαταλιούνται, πειθαναγκάζονται, υποκύπτουν και ελπίζουν.

Η μετάφραση του Κωστή Καλογρούλη, αλλά και το προλογικό σημείωμά του, συμπληρώνουν και αναδεικνύουν τούτη την έκδοση υψηλής αισθητικής και λογοτεχνικής μαγείας.