Αφιερωμένο στ’ αδέλφια του με τη συγκινητική (ή μήπως δίσημη;) δήλωση:  «Αγάπη, η μόνη κληρονομιά μας», ο Παύλος Κάγιος, παλαίμαχος πλέον δημοσιογράφος με σπουδές κινηματογράφου και βαθύς γνώστης της νεοελληνικής ψυχοπαθολογίας ήδη από την κυτταρική οικογένεια και τα αρχετυπικά δεινά της, σκαρώνει στο έκτο του μυθιστόρημα μία περιπέτεια φυγής, που παραπέμπει υποδόρια στον γνωστό καβαφικό αφορισμό: «η πόλις θα σ’ ακολουθεί…».

Μυθιστόρημα φυγής; Θα μπορούσε να είναι κι έτσι. Αυτο-ψυχαναλυτικό; Δεν το γνωρίζουμε. Πατάει όμως ο συγγραφέας του σε δρόμους γνωστούς ήδη από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, όταν στη νεοελληνική πεζογραφία κυρίως (αλλά και στην ποίηση αργότερα) η έμμεση εξομολογητική γραφή ανάγεται σε βιώματα και προσλαμβάνουσες εικόνες που μετατρέπουν τον αφηγητή σε ηθοποιό, σε υποκριτή που εφαρμόζει τη στανισλαβσκική μέθοδο (έτσι όπως παγιώθηκε από το αμερικανικό Actor’s Studio) προκειμένου να μπει στο πετσί των δραματικών του προσώπων και να παραστήσει τις παράλληλες κι αλληλο-συνυφασμένες ιστορίες τους ζωντανά στα μάτια της συνείδησής μας.

Διαρθρωμένο σε τρία μέρη, επιπλέον σημειώσεις-παραπομπές-δάνεια κι οι απαραίτητες ευχαριστίες, όχι τόσο συνηθισμένες στα μυθιστορήματα όσο στις μεταπτυχιακές εργασίες, πράγμα που δείχνει ευγενικό χαρακτήρα και καθαρή διάνοια. Πλήθυναν οι λογοκλόποι και το αντίθετο πρέπει να επισημαίνεται και να εξαίρεται…

Το μωρό μιλάει μέσα από τον αμνιακό σάκο πριν ξεμυτίσει από την ασφάλεια στον σκληρό κόσμο. Ο Κολοκοτρώνης, λίγο πριν από τον απαγχονισμό του, «Μιλούσε μόνο με τον Θεό, τα δέντρα, τα πουλιά, τον αέρα, τις αστραπές, το νερό της βροχής…» (σελ. 20). Ποιητική γραφή, εικόνες ανεξάλειπτες στη φαντασία: «Αχ! Μόνο τα πουλάκια, τα πιο αγνά κι αθώα πλάσματα της φύσης, θα συνεχίσουν να υμνολογούν και αύριο τον Θεό και την πλάση, την ώρα που θα με πηγαίνουν να μου πάρουν το κεφάλι και να γεμίσουν με σκοτάδι τα μάτια μου […] πάρε αυτό το δαχτυλίδι μου, βρες τον μικρό μου γιο Καλλίνικο, δώσε του το και πες του: μοναδική κληρονομιά του, η αγάπη μου. Αυτή είναι η μόνη αληθινή κληρονομιά που του αφήνω. Αγάπη και ομόνοια. Μόνο αγάπη, αδέλφια μου, Έλληνες» (σελ. 20-21).

Αφηγήτρια αναλαμβάνει η προσωποποιημένη Δύναμη της Ζωής, από το δεύτερο κεφάλαιο και μετά: «Κι αφού αποφάσισα να σώσω την Ισμήνη και το μέλλον που εγκυμονεί, θα γίνω η αφηγήτρια αυτού του βιβλίου. Και νομίζω ότι δεν συντρέχει ουδείς λόγος αυτά που θα αφηγούμαι από εδώ και πέρα να συνεχίζουν να είναι με ιδιαίτερα τονισμένα γράμματα. Καταλαβαινόμαστε. Η Ζωή δεν το έχει καθόλου ανάγκη αυτό…» (σελ. 27). Στο πρώτο κεφάλαιο «Αξημέρωτα» μιλάει το έμβρυο. Όμως ο πολυδιασπασμένος αφηγητής γίνεται η μοντερνιστική πραγματικότητα αυτού του βιβλίου. Ο νεογέννητος αναλαμβάνει πάλι τα ηνία της αφήγησης στη σελ. 44, ήδη από την αρχή του κεφαλαίου «Η αισθηματική αγωγή ενός, ακόμα, νέου», συνδιαλεγόμενος φυσικά με την πρωτοπρόσωπη «παντογνώστρια» αφηγήτρια Ζωή: «Μόνο πρόσεχε. Η μοίρα σε κοιτά κατάματα, μη βιάζεσαι. Τα έγκατα του πεπρωμένου κρύβονται, κανείς δεν ξέρει πόσο φιλικά ή μοχθηρά διάκεινται απέναντί σου. Πρέπει να τραβήξεις της ελιάς τα βάσανα για να το αποκαλύψεις αυτό, τον προσγειώνω. Και ως αφηγήτρια αυτού του βιβλίου, καλό είναι να σας πω…» (σελ. 45-46).

 Στη σελ. 31 ο Πολυνείκης, ο καταραμένος από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ γιος του, γίνεται ηλικιωμένη Πολυνίκη που της απαγορεύεται να παρακολουθήσει την κηδεία του ενενηντάχρονου παππού, του συφοριασμένου, «Αν ζωή σού φαίνεται τώρα πικρή, ανακάτεψέ την, έχει κάτσει η ζάχαρη» συμβουλεύει η Πολυνίκη την έγκυο Ισμήνη. Ονόματα παρμένα από τον Κύκλο των Λαβδακιδών, των δρακοντογεννημένων, από τα σπαρμένα δόντια του θηρίου. Η προαιώνια κατάρα βαραίνει στη μοίρα κι αυτής της οικογένειας. «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Μοίρα ονομάζεται και «η στερνή, κορακοζώητη και ξινή αδελφή του Θεοδωράκη» (σελ. 29).

Σύγχρονη τραγωδία θα μου πείτε… Ίσως με τον Ευριπίδειο τρόπο των υβριδικών δραμάτων όπου ξεχειλίζουν από χαρμολύπη κι ηδονή της ύπαρξης, εκπολιτισμένο δηλαδή ένστικτο επιβίωσης.

Το κεφάλαιο «Απ’ την πλευρά της αστραπής» διαρθρώνεται σε κινηματογραφικές ή θεατρικές εικόνες. Η όλη δόμηση των διαλογικών μερών με την ολόγραφη σήμανση του ονόματος κάθε ομιλούντος προσώπου και την άνω και κάτω τελεία πριν από τη ρήση υποδηλώνει μεταμοντέρνο υβριδικό αφήγημα κάπου μεταξύ ποιητικού δράματος, ιστορικού μυθιστορήματος και αυτο-ψυχαναλυτικής εξομολόγησης. Απολύτως σύγχρονη γραφή, εντός των ορίων όμως των προσληπτικών ικανοτήτων του μέσου επαρκούς αναγνώστη.

Πολυδιαβασμένος τεχνίτης ο Παύλος Κάγιος ξέρει να ανακατεύει με ευπρόσιτο τρόπο λαϊκές παροιμίες, γνωμικά και λόγια μεγάλων ανδρών-γυναικών, όπως λέει-γράφει στις σελίδες 96-97: «”Τα δέντρα είναι η προσπάθεια της γης να μιλήσει στον ουρανό”, είχα διαβάσει στον Ταγκόρ…». Τίμιος στις παραπομπές του, κύριος των εκφραστικών του μέσων, κυριολεκτικός στην ποιητική αφαίρεση του ιμπρεσιονισμού του παλεύει ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον πόθο για μια ζωή άλλη, πολυδιαστασιακή, κβαντική, παραδείσια.

Το διαρκές αίτημα της αγάπης είναι το μόνο δονούμενο στις πυκνογραμμένες σελίδες αυτού του ευπώλητου ελπίζω βιβλίου: «Κι εγώ μωρέ μάνα, σας λατρεύω. Είστε ό,τι έχω και δεν έχω στον κόσμο. Πες μου, τι κάνει ο μπαμπάς; Συνεχίζει το ίδιο ακάθεκτος να ρεμβάζει στις πολύωρες πεζοπορίες του ή άδικα εξακολουθώ να τον έχω περασμένο στο κινητό μου ως ρεμβαστικό;» (σελ. 194).

Στη συνέχεια του «λαϊκού μυθιστορήματος» προηγούμενων αιώνων, οι σύγχρονοι Έλληνες πεζογράφοι μέσα από τις δικές τους προσωπικές ή διαμεσολαβημένες ατομικές ιστορίες, επιτυγχάνουν να συνθέσουν το ζέον, πολύχρωμο ψηφιδωτό μιας εποχής ηφαιστειακής, κρίσιμης και μεταιχμιακής. Κάποιοι το επιτυγχάνουν, κάποιοι απλώς βαυκαλίζονται στο κρυστάλλινο παλάτι με τα κάτοπτρα τού ναρκισσισμού τους. Ο Παύλος Κάγιος ανήκει, φυσικά, στην πρώτη κατηγορία.

Μετά τον Ευριπίδη και πριν από τον Μένανδρο κινείται αυτή η σύγχρονη τραγωδία σε μορφή μεταμοντέρνου αφηγήματος.