Η έμπνευση για το τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα εντοπίζεται σε δύο επιστήμονες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της Κατοχής πραγματοποιούσαν έρευνες ο ένας για το κλίμα της πρωτεύουσας και ο άλλος για τους λαχανόκηπούς της. Οι δύο αυτοί επιστήμονες μυθιστορηματικά μεταλλάσσονται στους πρωταγωνιστές της ιστορίας, που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί βιογραφική καταγραφή της ζωής των δύο αντρών.

Στα τέλη του 1940, ο νεαρός μετεωρολόγος Χάρης Χωματάς αποφασίζει να μελετήσει το κλίμα της Αθήνας με σκοπό να συμβάλει σε μια ορθή πολεοδόμηση της πόλης από την αρχή. Την ίδια περίοδο ο γεωπόνος Αντώνης Αστεριάδης ξεκινά μια έρευνα για τους λαχανόκηπους της Αθήνας και τη σημασία που έχει η σωστή λειτουργία τους σε περίοδο πολέμου. Οι δύο άντρες γνωρίζονται τυχαία και παρά τη διαφορά ηλικίας τους γίνονται στενοί φίλοι και, ενώ η Αθήνα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή, αυτοί γυρίζουν τις γειτονιές της συλλέγοντας επιστημονικά στοιχεία και δεδομένα για να μπορέσουν να εξαγάγουν συμπεράσματα που θα βοηθήσουν στην καλυτέρευση της ζωής των συμπολιτών τους.

Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα είναι ένα ιδιαίτερο δημιούργημα που προκαλεί την αντίληψη του αναγνώστη σχετικά με το τι είναι ένα μυθιστόρημα. Χωρισμένο χρονολογικά σε πέντε μέρη, από το 1940 έως το 1944, και εσωτερικά δομημένο σε αριθμημένα κομμάτια, περιλαμβάνει αφήγηση, αποσπάσματα από σημειωματάρια, αποσπάσματα από επιστημονικά συγγράμματα, πίνακες με στοιχεία σχετικά με τη μετεωρολογική επιστήμη και τη γεωπονική, επίσημα ανακοινωθέντα. Η γλώσσα αλλάζει ανάλογα με το θέμα, κινείται από την απλή δημοτική σε επιστημονική καθαρεύουσα, σε τυπική καθαρεύουσα των επίσημων ανακοινωθέντων. Το εύλογο ερώτημα είναι ποια είναι η θέση του πολέμου στην εξέλιξη της ιστορίας. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ή ο συγγραφέας επιλέγει να τον αγνοήσει; Ο πόλεμος, η Κατοχή, οι δυσκολίες του ελληνικού λαού υπάρχουν στο μυθιστόρημα, συνεχείς υπενθυμίσεις της ζοφερής πραγματικότητας, ενώ αίσθηση προκαλούν τα αποσπάσματα που επικεντρώνονται στον τραυματισμένο ψυχισμό του γιου του Αστεριάδη, ο οποίος αν και γύρισε σώος σωματικά από τον πόλεμο έχει αφήσει την ψυχή του σε κάποια από τις στοές των οχυρών. Κατά αυτό τον τρόπο η πεισματική ενασχόληση αυτών των δύο αντρών με την επιστήμη τους, παρά τις αντιξοότητες, παρά τις δυσκολίες, είναι μια εσωτερική αντίσταση στις επιθέσεις του πολέμου και του θανάτου.

«Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος» είναι ένα απαιτητικό μυθιστόρημα που ζητά την αμέριστη προσοχή του αναγνώστη σε μια πορεία στη κατοχική Αθήνα, στους μετεωρολογικούς σταθμούς της και στους λαχανόκηπούς της με ξεναγούς δύο επιστήμονες αποφασισμένους να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια.