Μια ιστορία ενηλικίωσης στη Βιέννη του 1937

Ο «Καπνοπώλης» κυκλοφόρησε το 2012 και βρήκε γρήγορα επιτυχία στον γερμανόφωνο χώρο: επιτυχία  που μεταφράστηκε όχι μόνο σε υψηλές πωλήσεις του βιβλίου, αλλά επίσης στη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη και στη διασκευή του για τη θεατρική σκηνή, καθώς και στην επιλογή του ως προτεινόμενου βιβλίου για ανάγνωση στο πλαίσιο του σχολικού προγράμματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Γερμανία, ανάμεσα σε κλασικά βιβλία της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, όπως ο «Homo faber» του Μαξ Φρις, η «Έφι Μπριστ» του Τέοντορ Φοντάνε και «Ο Λύκος της Στέπας» του Χέρμαν Έσσε.

Κεντρικός ήρωας στον «Καπνοπώλη» είναι ο νεαρός Φραντς Χούχελ, ο οποίος αναγκάζεται ξαφνικά να αφήσει τη μητέρα του και το αλπικό χωριό του, τον μόνο κόσμο που γνωρίζει ως τότε, και να εγκατασταθεί στη Βιέννη, όπου και ξεκινά να εργάζεται ως μαθητευόμενος δίπλα στον έμπορο ειδών καπνού, Τύπου και χάρτου Όττο Τσνιεκ, τον «Καπνοπώλη», που  έχει χάσει το ένα του πόδι στον Μεγάλο Πόλεμο, και σε ανταπόδοση, με βάση τον νόμο αποζημίωσης αναπήρων, απέκτησε το κατάστημά του.  Η άφιξη στη Βιέννη εντυπωσιάζει τον Φραντς – τα πάντα εκεί είναι καινούρια, έντονα, πολλά: τα φώτα, ο θόρυβος, η δυσωδία. Τα πάντα είναι ξένα γι’ αυτόν, που έχει ως τότε πλήρη άγνοια της ζωής: οι γυναίκες, οι διασκεδάσεις, η πολιτική.

Στο διάστημα μιας χρονιάς, όσο διαρκεί περίπου η αφήγηση του βιβλίου, κι ενώ στη Βιέννη πληθαίνουν οι υποστηρικτές του ναζισμού, τα βίαια επεισόδια με στόχο κομμουνιστές κι Εβραίους γίνονται πιο συχνά, κι ο Χίτλερ προσαρτά τη χώρα, ο αγνός και ανίδεος αρχικά, αλλά επίσης φιλότιμος κι επίμονος Φραντς, θα μυηθεί σε όλες τις περιπλοκές του κόσμου των ενηλίκων. Θα ερωτευτεί στο Πράτερ, όπου συρρέουν οι Βιεννέζοι, μια γελαστή ξανθιά Βοημή. Θα διαβάσει με ζήλο δεκάδες εφημερίδες για να ανταποκριθεί στον ρόλο του ως καπνοπώλη, συμβουλεύοντας τους πελάτες του καταστήματος, και συνειδητοποιώντας με τον τρόπο αυτό πως «η αλήθεια της πρωινής έκδοσης είναι ουσιαστικά το ψέμα της βραδινής έκδοσης, που όμως δεν παίζει σπουδαίο ρόλο για τη μνήμη. Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι δε θυμούνται την αλήθεια, παρά μόνο αυτό που ακούγεται δυνατά ή με μεγάλα γράμματα».

Δεν θα διστάσει να πλησιάσει τον διασημότερο πελάτη του καταστήματος, τον καθηγητή Φρόυντ, και να του πιάσει την κουβέντα, ζητώντας τη συμβουλή του, ακροθιγώς ερχόμενος έτσι σε επαφή με τις θεωρίες του πρωτοποριακού ήδη διάσημου τότε, και γερασμένου πια, «γιατρού των ηλιθίων». Θα κάνει σκέψεις που ποτέ δεν περίμενε από τον εαυτό του πως θα είναι σε θέση να κάνει. Και δε θα διστάσει, στο τέλος του μυθιστορήματος, αυτός απ΄ τον οποίο θα περίμενε κανείς, δικαιολογημένα ίσως, λόγω της αμάθειάς του, τα λιγότερα, να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Η αφέλεια, ή και απλοϊκότητα, του κεντρικού ήρωα όταν καταφθάνει στη Βιέννη είναι το στοιχείο που επικρατεί στο βιβλίο, καθορίζοντας και τον τρόπο γραφής – που δείχνει να ωριμάζει μαζί με τον Φραντς, όσο η αφήγηση προχωρά. Ίσως αυτό να είναι και το στοιχείο που κατέκτησε τόσους αναγνώστες στον γερμανόφωνο χώρο: η αθωότητα της ματιάς του Φραντς, το άδολο στοιχείο του χαρακτήρα του –ακόμα κι όταν ρέπει προς τον συναισθηματισμό– το γεγονός ότι αυτόν δεν τον εντυπωσίασε και δεν τον κέρδισε ο ναζισμός, παρότι ως αδαής, ήταν ίσως ο ιδανικός υποψήφιος για αυτό.