Ο ρόλος του ανθρώπου σε αντιδιαστολή με τον ρόλο του στρατιώτη

«Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας. Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας… — Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα. Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!» («Το ποτάμι», Αντώνης Σαμαράκης)

Ο Δημήτρης Μπατσιούλας γεννήθηκε το 1946 στο Χρυσό Σερρών. Σπούδασε στην Αθήνα, στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Το πρώτο του βιβλίο, «Τα Ντουρντουβάκια», εκδόθηκε το 2006 και αναφέρεται στην περίοδο από το 1941 έως το 1944 με τόπο δράσης την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Το δεύτερο βιβλίο του, με τον ανορθόγραφο τίτλο «Ο Διστιχηζμένος Κομονιστής», αφορά έναν απλό μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Το παρόν βιβλίο είναι το τρίτο βιβλίο του, φέρει τον τίτλο «Ο καπετάν Παραλής» και αφορά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, τις πιο «σκοτεινές» μέρες του έθνους μας, από τον Μάρτιο του 1946 έως τον Αύγουστο του 1949. Στον πόλεμο αυτό αδέρφια και φίλοι βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα βάσει πολιτικών ιδεολογιών.

Αφηγητής του βιβλίου σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι ο Στέργιος Αλεξανδρής, ο οποίος υπήρξε έφεδρος επιλοχίας του Ελληνικού Στρατού. («Κι εγώ, υπηρετώντας τότες σαν έφεδρος επιλοχίας στον Ελληνικό Εθνικό Στρατό και κατά τους κομμουνιστές στο στρατό των μοναρχοφασιστών, όρμησα την άλλη μέρα, είκοσι δύο Αυγούστου του 1949, μαζί και όλος ο στρατός, να πάρουμε το Γράμμο», σελ. 412.)

Το 1968, στο Χρυσό Σερρών, ο καπετάν Παραλής, που φέρεται πως ήταν μυστικός της Χωροφυλακής, παραδίδει στον Στέργιο ένα τετράδιο του καρδιακού του φίλου, Γιώργου Ακρίτα –είχε το ψευδώνυμο Αλέξανδρος Λιόντας‒, που ανήκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος. « 10 Μαρτίου 1947. Στέργιο, ό, τι πρόκειται να κάνω από σήμερα και μετά, θα προσπαθήσω να το καταγράψω και στο τέλος, αν όλα πάνε καλά, να στο παραδώσω, σαν μία ελάχιστη εκτίμηση και έκφραση της φιλίας μου για σένα» (σελ. 22).

Οι δύο αυτοί φίλοι βρέθηκαν να πολεμούν ο ένας απέναντι από τον άλλον –κυρίως όμως εξ ανάγκης‒, όπως συνέβη και σε χιλιάδες άλλους Έλληνες. Ο Στέργιος είχε χαρακτηριστεί ως δεξιός, ενώ ο Γιώργος ως αριστερός. Και οι δυο επιθυμούσαν να ζήσουν ειρηνικά στον τόπο τους, αλλά βρέθηκαν μέσα στη δίνη των πολιτικών γεγονότων σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Η αφήγηση με γλαφυρό τρόπο εναλλάσσεται ανάμεσα στα γεγονότα που έζησαν οι δυο ήρωες, αφήνοντας στον αναγνώστη τη γεύση της φρίκης του πολέμου αυτού. Περιγράφονται οι πρακτικές πολέμου της κάθε πλευράς, το παιδομάζωμα, η λεγόμενη «Επιχείρηση Σωτηρίας», καθώς και το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης: «Νωρίς το γιόμα, ο ταγματάρχης μάζωξε τους αντάρτες και τις ανταρτίνες κι έβγαλαν τα παιδιά και τις μάνες με τις γιαγιές από τη σπηλιά. Γιόμισε η χαράδρα, αντιλάλησαν οι βουνοκορφές ολοτρίγυρα από τα κλάματα των παιδιών και τις κατάρες των γυναικών» (σελ. 282). «Τα  παιδιά, μόλις θα τα βγάλουμε στο δρόμο για “μέσα”, θα τα αναγκάσουμε να τρέχουν, ώστε αν τα δει κάποιος, να νομίσει ότι τρέχουν για να γλυτώσουν από το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης» (σελ. 291).

Μέχρι το τέλος ο αφηγητής Στέργιος Αλεξανδρής διακατέχεται από τύψεις και από φόβο μήπως εντέλει σκότωσε ο ίδιος τον καρδιακό του φίλο Γιώργο Ακρίτα. «Τελειώνοντας την εξιστόρησή της η Χρυσούλα, κατάλαβα ότι όλοι όσοι ζήσαμε κείνη την εποχή, ζήσαμε ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζωμένοι ένα δράμα. Άλλος μεγαλύτερο κι άλλος μικρότερο. Παράλληλα τα λεγόμενά της ήταν και το μήνυμα που έψαχνα να βρω για να πορευτώ στη ζωή μου ήσυχα. Ότι έπρεπε να μη ξεχάσω, αλλά οπωσδήποτε έπρεπε να απαγκιστρωθώ από τις δυνατές θύμησες που με βασάνιζαν και ειδικά από το βάρος που ένοιωθα για το Γιώργο Ακρίτα. Έπρεπε ν’ αρχινήσω να τον θυμάμαι και να τον αναλογίζομαι αλλιώτικα. Σαν κάτι το ιδανικό, το αξεπέραστο και το ιερό, που μας έδεσε τόσο σφιχτά. Κι αυτό το συναίσθημα είχα το χρέος να το περάσω και στα παιδιά μου!» (σελ. 447).

Όσα ενώνουν τους δυο φίλους, που πολεμούν σε αντίπαλα στρατόπεδα είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα ενδεχομένως τους χωρίζουν, απ’ όσα οι ηγέτες τους θεωρούν ότι τους χωρίζουν. Η έμφαση δίνεται στην τραγική μοίρα του ανθρώπου, του απλού πολίτη ο οποίος γίνεται έρμαιο και θύμα των ιστορικών γεγονότων χωρίς πολλές φορές να μπορεί να διαφύγει και να υψώσει το ανάστημά του. Αυτό που έχει σημασία είναι ο άνθρωπος. Ο συγγραφέας δεν υπερασπίζεται καμία από τις δυο παρατάξεις του εμφύλιου πολέμου, αλλά εστιάζει στην εμφύλια διαμάχη και στο διχασμό που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή περιγράφοντας με μελανά χρώματα τα παρεπόμενά του ως ένα μάθημα για αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων στις μελλοντικές γενιές. Η στείρα, φανατική και απόλυτη υπηρέτηση οποιωνδήποτε πολιτικών ιδεολογιών διχάζει τους πολίτες και τους οδηγεί σε ακραίες πολλές φορές συμπεριφορές με πρώτο και κύριο θύμα τον άνθρωπο και τις ανθρωπιστικές αξίες.