Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί…
ή
«Είμαστε η συνείδηση μιας πάσχουσας κοινωνίας. ενός κόσμου πτωμάτων. Γι’ αυτό αναφερόμαστε στους νεκρούς.»
Ο Δημήτρης Α. Νόλλας γεννήθηκε το 1940 στην Αδριανή Δράμας από γονείς Ηπειρώτες. Σπούδασε στην Αθήνα και τη Φρανκφούρτη νομικά και κοινωνιολογία και δίδαξε τεχνική σεναρίου στο τμήμα επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου (1993-95). Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1983) και Μυθιστορήματος (1993).
Ο Δημήτρης Νόλλας στο βιβλίο αυτό με τον τίτλο «Ο καιρός του καθενός», περιγράφει το 1973, στην περίοδο της χούντας, μια παρέα αντιεξουσιαστών η οποία σχεδιάζει να ανατινάξει το κτίριο μιας ναυτιλιακής εταιρείας. Ένας από αυτούς, ο Άθως, σκοτώνεται όταν η έκρηξη γίνεται στα χέρια του. Αυτός δεν είναι ο μόνος θάνατος μέσα στο βιβλίο. Είναι και ο θάνατος του Αποστολάκη, του πατέρα του Άθω, τον οποίον ο αφηγητής θυμάται από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία, παρουσιάζοντάς τον σαν το συνδετικό χρονικό κρίκο που θα ενώσει τις διάφορες εποχές με τους δικούς της θανάτους.
Το 1973, σε μια εποχή όπου εκφοβισμοί, εικονικές εκτελέσεις, αυτοκτονίες, μαζικές ερωτικές συνευρέσεις, παράξενοι θάνατοι, παρακολουθήσεις, επιστολές ή μηνύματα από συντρόφους «να προσέχετε», ένωναν τις αντιεξουσιαστικές ομάδες, oι ήρωες ζούσαν δίπλα στην καθημερινότητα των αστών ή στο πλάι της ζωής των άλλων. Όμως ποτέ δίπλα ή μπροστά από τα γεγονότα της ιστορίας, η οποία προσπερνούσε χωρίς να συναντιέται πουθενά μαζί τους. Τότε πώς θα την άλλαζαν; Πώς θα άφηναν το αποτύπωμά τους; Λόγια, λόγια, λόγια που χάνονταν στον αέρα. Πτερόεντα. Αυτό που παρέμενε ήταν μόνο το αίμα. Οι θάνατοι. Καίτοι δεν γινόταν σαφές, αν έστηναν παγίδα στην εξουσία ή η εξουσία τους την είχε στήσει, αφήνοντάς τους να πιστεύουν πως ήσαν εξυπνότεροι από αυτήν. Τι παιγνίδι κι αυτό!
Και, ενδιαμέσως της ιστορίας, οι ειδήσεις. Σε εφημερίδες και ραδιόφωνο. Θάνατοι με την ερμηνεία της εξουσίας που μέσα από αυτούς έλεγε: «Σας πιάσαμε. Ξεμπερδέψαμε και από εσάς.» Ενώ οι αναφορές στις χρονολογίες ΄50, ΄53,΄73 ,΄90 , τώρα αποκάλυπταν πως δεν σταματά ποτέ αυτός ο πόλεμος προς την εξουσία, ενώ κάθε νέα γενιά έρχεται με δύναμη κατευθείαν επάνω της.
Ο συγγραφέας επιλέγει ήρωες με τα πολιτικά γεγονότα να τους ενώνουν, είτε γιατί κάποιοι έτσι τους έστησαν είτε γιατί διάβασαν και διαμόρφωσαν ιδέες, πιστεύω και θυμούς. Ταυτόχρονα η ζωή τους προβάλλει ασήμαντη και παραχωρείται χωρίς δεύτερη σκέψη για το καλό των «πιστεύω», ενώ δίνει βαρύτητα στην τελευταία της στιγμή, που ακούν το «Επί σκοπόν» και το «Πυρ» και τότε σε αυτό το απειροελάχιστο χρονικό διάστημα κάνουν τον απολογισμό, των «ακλόνητων πιστεύω» που τους οδήγησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Το «είμαστε η βούλησή μας» και «το διαβάζουμε ό,τι γνωρίζουμε» αποκωδικοποιούσε και τις δύο ομάδες. Κομμουνιστές, αγωνιστές, καταδότες, μοναρχοφασίστες, για το καλό της παράταξης.
Ο Δημήτρης Νόλλας μέσα από διηγήσεις γεμάτες από ιδέες, νοσταλγία, όνειρα, ενοχές, γενιές που έρχονται και παρέρχονται ή μάλλον αποσύρονται, καταγράφει με συμπόνια τον αγώνα του ατόμου ενάντια στο κατεστημένο, ενώ παράλληλα νοιώθει δέος για το χρόνο, όπου το παρόν γίνεται παρελθόν χωρίς ποτέ να μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Το οποίο, ωστόσο, έχει τη δυναμική να εξαφανίζει ή να ανατρέπει τα πάντα. Ακόμη και τη ζωή. Με γραφή που αποτυπώνει εικόνες με άρωμα μιας άλλης εποχής και τεράστιες προτάσεις που θέλουν να χωρέσουν μια ζωή, παρουσιάζει ένα μείγμα από ανθρώπους, θανάτους, αίματα, εκρήξεις, αποδεικνύοντας πως για όλα έρχεται ο κατάλληλος καιρός. Της πατρίδας, των ιδεών, των ηρώων, αλλά και του ίδιου του χρόνου. Όπου μέσα από αυτόν οι άνθρωποι γίνονται αναλώσιμοι και οι ιδέες απηρχαιωμένες. Αναποτελεσματικές. Και τα «πιστεύω» στο σκαμνί.
Αφήνοντας αναπάντητο το ερώτημα στον αναγνώστη. Τι είναι τα «πιστεύω»; Νερά που μέσα από αυτά γεννιέσαι ή πνίγεσαι; Ή μήπως και τα δύο μαζί;