«Ακούγεται μια κοφτή κραυγή ή κάτι που μοιάζει με κραυγή. Ακούγεται ένας ήχος που δεν μπορώ, που ποτέ δεν μπόρεσα να ταυτοποιήσω: ένας ήχος που δεν είναι ανθρώπινος ή είναι παραπάνω από ανθρώπινος, ο ήχος από ζωές που χάνονται, αλλά κι ο ήχος από υλικά που σπάνε. Είναι ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν από ψηλά, ένας ήχος διακεκομμένος και εξ αυτού αέναος, ένας ήχος που δεν τελειώνει ποτέ,  που συνεχίζει να βοά στο κεφάλι μου από εκείνο το απόγευμα και δε λέει να φύγει, που αιωρείται στη μνήμη μου για πάντα, κρεμασμένος πάνω της σαν πετσέτα στην κρεμάστρα» (σελ. 89).

Ο Αντόνιο Γιαμάρα, νεαρός καθηγητής Νομικής, γνωρίζει τον Ρικάρδο Λαβέρδε στην αίθουσα μπιλιάρδου όπου συχνάζει στην Μπογκοτά. Ο Λαβέρδε είναι πρώην κατάδικος, είκοσι χρόνια πέρασε «μέσα», λένε, για κάτι που έκανε και που πρέπει να ήταν αρκετά σοβαρό. Ο Αντόνιο, που θα μπορούσε να είναι γιος του, συνδέεται μαζί του μέχρι το θάνατό του, λίγες μέρες μετά, ένα γεγονός που θα τον σημαδέψει ανεξίτηλα, καθώς στο ίδιο περιστατικό κατά το οποίο ο Ρικάρδο δολοφονείται, ο Αντόνιο τραυματίζεται σοβαρά. Κατά τη μακρά περίοδο της αποθεραπείας του και ενώ εξακολουθεί να ζει μέσα στο φόβο (και έχει γίνει ήδη πατέρας μιας κόρης), ο Αντόνιο αποφασίζει να ερευνήσει το παρελθόν του Λαβέρδε. Αυτή η έρευνα θα τον βοηθήσει να «ξεκλειδώσει» γεγονότα και καταστάσεις που συνδέονται άμεσα με τη δική του ύπαρξη και των συνομηλίκων του, στην προ και μετα-Εσκομπάρ περίοδο της Κολομβίας. Όπου Πάμπλο Εμίλιο Εσκομπάρ (1949-1993), ο διαβόητος έμπορος ναρκωτικών, «βασιλιάς της κοκαΐνης», επικεφαλής του καρτέλ ναρκωτικών του Μεντεγίν (ή Μεδεγίν), που (φυσικά) αναμείχθηκε και στην πολιτική. Μια ιστορία βίας και δολοφονιών που καθόρισε και καθορίζει τα πολιτικά πράγματα στη χώρα αυτή.

Με έναν πρωτότυπο, κατά την υποκειμενική μας κρίση, τρόπο, ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες (γεν. 1973), λίγο μεγαλύτερος από τον Αντόνιο, που όταν ξεκινά η αφήγηση είναι περίπου 26 χρονών, αναμειγνύει την προσωπική, υπαρξιακή  αφήγηση με τον ιστορικό χρόνο. Βοηθά σε αυτό και η ένθετη ιστορία της Αμερικανίδας Ιλέιν (Ελένα) Φριτς, συζύγου του Λαβέρδε και μητέρας της Μάγιας,  η οποία παραδίδει στον Αντόνιο τις επιστολές της (ορφανής) μητέρας της προς τους παππούδες της στο Μαϊάμι που τη μεγάλωσαν. Γιατί η Ιλέιν είχε έρθει στην Κολομβία ως μέλος του Peace Corps το 1969, στο πλαίσιο ενός προγράμματος για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Κολομβιανών της υπαίθρου (βλ.  εκσυγχρονισμό). Έτσι το μυθιστόρημα είναι ταυτόχρονα ένα είδος μυθιστορήματος ενηλικίωσης, με πολιτική, κοινωνική αλλά και αστυνομική χροιά και ως τέτοιο μας συνεπαίρνει μέχρι το τέλος. Συντείνει και η πολύ καλή μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη και οι (σύντομες) σημειώσεις του για πρόσωπα, γεγονότα και περιοχές.

Ο χρόνος που, καθώς περνά, πρέπει να έχει ένα νόημα, συνιστά πιθανόν την αγωνιώδη αναζήτηση του ήρωα και αποτυπώνεται ακόμη και στον τρόπο δόμησης του μυθιστορήματος, με τους διαφορετικούς χρόνους της πλοκής. Ένα άλλο στοιχείο αυτής της αναζήτησης είναι ο φόβος –της μοναξιάς, της έλλειψης αγάπης, της οριστικής απώλειας–, που κι αυτός μεταφράζεται στο βιβλίο σε έναν καθολικό φόβο, μιας ολόκληρης γενιάς. Έτσι ο «ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» είναι αυτό που φανταζόμαστε κατ’ αρχήν – αλλά μπορεί να σημαίνει και πολύ περισσότερα, όπως για τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας.