“Αλλά στη μητρόπολη έχει κεράσια…”

Η Επανάσταση των Γαριφάλων και η πτώση της δικτατορίας του Σαλαζάρ οδηγεί την Πορτογαλία στις πρώτες ελεύθερες εκλογές και στη δημοκρατία έπειτα από σαράντα οκτώ χρόνια, οδηγεί όμως ταυτόχρονα και στην ανεξαρτητοποίηση όλων σχεδόν των πορτογαλικών αποικιών, με αποτέλεσμα την άτακτη φυγή των Πορτογάλων που για χρόνια κατοικούσαν σε αυτές. Μάλιστα, για τον ασφαλή επαναπατρισμό τους χρειάστηκε μια αερογέφυρα σωτηρίας οργανωμένη από τους Αμερικανούς.

Μέσω αυτής της αερογέφυρας φτάνει στη μητρόπολη από την Αγκόλα και ο δεκαπεντάχρονος Ρούι με τη μητέρα του και την αδερφή του, ενώ ο πατέρας του έχει συλληφθεί από εξεγερμένους με την ψευδή κατηγορία ότι είναι δολοφόνος. Αγνοώντας την τύχη του πατέρα και χωρίς καμία βοήθεια από τους συγγενείς που τόσα χρόνια εξέφραζαν την επιθυμία να τους δουν από κοντά στα γράμματά τους, ο Ρούι και η οικογένειά του έχουν τη μοίρα των περισσότερων επαναπατρισμένων: εγκαθίστανται σε ένα ξενοδοχείο στο θέρετρο Εσκορίλ, στοιβάζονται σε ένα δωμάτιο και μοιράζονται τις κοινόχρηστες εγκαταστάσεις με εκατοντάδες επαναπατρισμένους από την Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη. Η προσαρμογή στη νέα τους ζωή είναι σκληρή, έως και αδύνατη. Η αγωνία για τον πατέρα τους παραλύει, η έλλειψη χρημάτων οδηγεί τη μητέρα στην προσπάθεια να πουλήσει τα χειροποίητα τραπεζομάντιλά της, η πολιτική αστάθεια τους στερεί οποιαδήποτε ευκαιρία για ουσιαστικό σχεδιασμό του μέλλοντος. Και ο χρόνος τους περνάει μέσα σε ένα ξενοδοχείο, δίχως ίχνος ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον.

Στις αποικίες η εικόνα της μητρόπολης ήταν αυτή του ιδανικού μέρους, των όμορφων κοριτσιών με τα κεράσια στα αυτιά, η εικόνα των αφηγήσεων ανθρώπων που είχαν δεκαετίες να πατήσουν το πόδι τους στην Πορτογαλία. Η άφιξη των επαναπατρισμένων στη μητρόπολη καταστρέφει ανεπανόρθωτα αυτή την ιδανική εικόνα: η επιστροφή δεν ήταν επιλογή, ήταν ζήτημα επιβίωσης και η Πορτογαλία δεν είναι ο παράδεισος των αφηγήσεων, είναι μια χώρα ασταθής, με βηματισμό αβέβαιο και μια κοινωνία σε αναβρασμό. Και αυτοί, οι επαναπατρισμένοι, πού ανήκουν; Ποιοι πραγματικά είναι; Το μέρος που θεωρούσαν σπίτι τους δεν υπάρχει πια και η χώρα που θεωρούσαν πατρίδα τους δεν τους έχει υποδεχθεί έτσι όπως πίστευαν. Μετέωροι και φοβισμένοι ατενίζουν αβοήθητοι ένα θολό μέλλον. «Ν’ απαντήσει ο επαναπατρισμένος από το θρανίο στο βάθος» (σελ. 134) επαναλαμβάνει η καθηγήτρια των Μαθηματικών, αφού αυτά τα νέα παιδιά από τις αποικίες δεν έχουν ονόματα, δεν ενσωματώνονται στον μαθητικό πληθυσμό, κάθονται όλα μαζί μακριά από τους υπόλοιπους μαθητές. «Και τα ντόπια κορίτσια δεν θέλουν να κάνουν παρέα με τις επαναπατρισμένες για να μην τους βγει το όνομα» (σελ. 136), όμως η αδερφή του Ρούι προσπαθεί να τα πλησιάσει, προσπαθεί να ταιριάξει, να χαθεί μέσα στη μάζα και να αποτινάξει την αποικία από πάνω της. Και η μητέρα, με τους δαίμονες που κάνουν κατά διαστήματα την εμφάνισή τους και την οδηγούν σε επιληπτικές κρίσεις, περιμένει να φτάσει ο πατέρας από τον οποίον δεν έχουν καθόλου νέα, αγνοούν ακόμα και το εάν ζει.

Η συγγραφέας έχει ίδια γνώση αυτών που περιγράφει, αφού επαναπατρίστηκε από την Αγκόλα σε ηλικία 11 ετών. Οι αναμνήσεις από τις δόξες και τα μεγαλεία της ζωής στην αποικία στοιχειώνουν το μυαλό των ενοίκων του ξενοδοχείου, τους κρατούν εγκλωβισμένους σε έναν τόπο που έχει πλέον εξαφανισθεί. Όμως κι ο κόσμος έξω από τους τοίχους του ξενοδοχείου δεν είναι καλύτερος: εξαγγελίες, απεργίες, συμβιβασμοί και αβεβαιότητα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας στην οποία καλούνται να ενταχθούν οι σχεδόν 500.000 Πορτογάλοι των αποικιών. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ρούι, μια συνεχόμενη ροή λόγου, με ιδιομορφία στη στίξη και ενσωμάτωση των διαλόγων στην παράγραφο αναδεικνύει αυτή την αγωνία, το κουβάρι της σκέψης και των αναμνήσεων που ξετυλίγεται στο μυαλό του έφηβου που σπρώχνεται μέσα σε μια τρομακτική στιγμή στην ενηλικίωση.

Αυτό το πολύ σημαντικό και απαιτητικό μυθιστόρημα είναι έξοχα μεταφρασμένο από την κα Αθηνά Ψυλλιά, η οποία παρέχει στον αναγνώστη τις απαραίτητες υποσημειώσεις που βοηθούν στην κατανόηση του γλωσσικού και ιστορικού πλαισίου του μυθιστορήματος.