Αναζητώντας την εκπλήρωση ενός παιδικού ονείρου
Ο Ζαν-Μαρί Γκιστάβ Λε Κλεζιό γεννήθηκε στη Νίκαια το 1940. Κατάγεται από οικογένεια της Βρετάνης που μετακόμισε στο Μαυρίκιο κατά το 18ο αιώνα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Νίκαιας. Έζησε και δίδαξε σε διάφορες χώρες και πανεπιστήμια. Σήμερα ζει στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού (ΗΠΑ). Το 2008 η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. «Ο γυρευτής του χρυσού» εκδόθηκε το 1985 στη Γαλλία από τον οίκο Γκαλιμάρ και κυκλοφόρησε το 1986 στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.
Το 1892, ο Αλέξης (Αλί) και η Λώρα ζουν με τους γονείς τους στη Γούβα του Μπουκάν, σχεδόν απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, σε ένα σπίτι με γαλάζια στέγη και κήπο με δέντρα που φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Διδάσκονται από τη μητέρα τους τα βασικά μαθήματα, ενώ ο πατέρας τους πηγαινοέρχεται για τις δουλειές του στο Πορτ Λουί και ονειρεύεται να εγκαταστήσει μια ηλεκτρική γεννήτρια στο Μαυροπόταμο που θα ηλεκτροδοτήσει το νησί. Για τα παιδιά, το Μπουκάν είναι ο επίγειος παράδεισος: μπορούν να κάνουν βόλτες στο κτήμα, να περιπλανηθούν μέχρι τα όρια της μυθικής Μανανάβα ή να εξερευνήσουν τα ανώτερα δώματα του σπιτιού, αφήνοντας σε κάθε περίπτωση ελεύθερη τη φαντασία τους. Ιδιαίτερα για τον Αλί, τα χρόνια αυτά είναι η γνωριμία με τη θάλασσα και τα μαθήματα της φύσης με τον Ντενί, ένα λίγο μεγαλύτερό του μαύρο αγόρι. Οι δουλειές του πατέρα Λ’Ετάν, όμως, δεν πάνε καλά κι ένας τυφώνας καταστρέφει το σπίτι στο Μπουκάν και τη γεννήτρια, γκρεμίζοντας όλα του τα όνειρα. Η οικογένεια αναγκάζεται να μετακομίσει σε μια πόλη μακριά από τη θάλασσα. Τότε ο Αλί αρχίζει να ζει συντροφιά με τον άγνωστο Κουρσάρο ή Privateer, όπως τον έλεγε ο πατέρας του, που διέσωσε έγγραφα και σχέδιά του για ένα νησί όπου έκρυψε το θησαυρό του. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του ο Αλί προσλαμβάνεται ως υπάλληλος στην εταιρία του (πλούσιου) θείου του, αλλά με την πρώτη ευκαιρία το σκάει με ένα καράβι για το νησί του άγνωστου θησαυρού. Στον Όρμο των Άγγλων, στο νησί Ροντρίγκες, ο Αλί θα ζήσει περίπου τέσσερα χρόνια, μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο θα υπηρετήσει ως εθελοντής. Θα επιστρέψει στο Ροντρίγκες το 1918 για να συνεχίσει την αναζήτηση του θησαυρού. Λίγο πριν από την επέλαση ενός νέου κυκλώνα, θα ανακαλύψει το μυστικό του Κουρσάρου, χρυσό όμως δεν θα βρει. Το βιβλίο τελειώνει με την επιστροφή του Αλί στο νησί του και την εγκατάστασή του στη Μανανάβα, όπου επιχειρεί να ενώσει τα ξέφτια του γκρεμισμένου του ονείρου.
Η αναζήτηση του θησαυρού και της εκπλήρωσης ενός παιδικού ονείρου είναι το κύριο θέμα του βιβλίου.
Η δράση δεν προωθείται από καταιγιστικά γεγονότα, αλλά από τα διάφορα στάδια της αναζήτησης: στην αρχή είναι η επιθυμία του Αλί να ταξιδέψει για να βρει το θησαυρό που θα ξαναχαρίσει στην οικογένειά του το χαμένο παράδεισο του Μπουκάν. Κατά την παραμονή του στον Όρμο των Άγγλων, πόθος και εκπλήρωση γίνονται ένα (σελ. 168). Όταν επιστρέφει πάλι στο Ροντρίγκες, εξακολουθεί ν΄αναζητεί το θησαυρό, αλλά με μια καινούρια βεβαιότητα που ονομάζει πίστη. Όταν, τέλος, εγκαθίσταται στη Μανανάβα, φαίνεται να γνωρίζει πως αυτό που ψάχνει δεν πρόκειται να το βρει ποτέ έξω απ΄τα όνειρά του. Στον κόσμο του Λε Κλεζιό ο άνθρωπος είναι μέρος του σύμπαντος, μπορεί και πρέπει να υπάρξει ελεύθερος, μακριά από κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς καταναγκασμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ούμα, με την οποία συνδέεται ο Άλι στα χρόνια του Ροντρίγκες, ανήκει στη φυλή των βουνίσιων μανάφ που διαλύουν τους καταυλισμούς τους σε κάθε πλησίασμα λευκού (=κατακτητή) ανθρώπου.
Η γλώσσα του συγγραφέα είναι ποιητική, γεμάτη εικόνες της φύσης. Απουσιάζει σχεδόν πλήρως ο διάλογος, που υποκαθίσταται από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του ήρωα. Η χρήση του ενεστώτα προσδίδει ένταση στο κείμενο, ενώ η κατάτμηση της ιστορίας σε επτά μεγάλα κεφάλαια ή μέρη, που υποδιαιρούνται σε μικρότερα κεφάλαια και προσδιορίζονται σαφώς χρονικά, βοηθά ώστε να μην χαθεί το αφηγηματικό νήμα. Ο αναγνώστης είναι πιθανό να απογοητευθεί γιατί η απάντηση στο αίνιγμα του θησαυρού είναι διαισθητική – κι αυτό, στους πραγματιστικούς καιρούς μας, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αδυναμία της πλοκής, όπως και το χωρίς διακυμάνσεις ύφος. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει επίσης ορισμένες επαναλήψεις εικόνων και φράσεων οι οποίες μπορεί να κουράσουν.
Χωρίς να θεωρείται αριστούργημα, «Ο γυρευτής του χρυσού» του Λε Κλεζιό αναδεικνύει, κατά τη γνώμη μας, την πρωτοτυπία της γραφής του. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, η φροντισμένη μετάφραση της Λήδας Παλλαντίου.